Tuesday, August 29, 2006

Μια όμορφη ματιά πάνω στον άνθρωπο


Οι τελευταίες μέρες είναι αρκετά δύσκολες. Μετά από ένα υπέροχο αλλά ελάχιστο καλοκαίρι, αναγκάστηκα να αφήσω πίσω μου 2 ανθρώπους πάρα πολύ σημαντικούς για μένα χωρίς να ξέρω αν και πότε θα τους ξαναδώ (βλεπε προηγούμενο ποστ). Τους άφησα για να έρθω εδώ και να αφωσιωθώ στην εξεταστική περίοδο. Ταυτόχρονα φιλοξενώ τη μάνα μου η οποία φροντίζει διαρκώς να μην υπάρχει δευτερόλεπτο ηρεμίας στο σπίτι, επιστρατεύοντας οποιοδήποτε παραπάτημα έχω κάνει τα τελευταια 20 χρόνια για να με μειώνει και να με κάνει να αισθάνομαι τύψεις (νομίζει ότι έτσι θα διαβάσω περισσότερο).
Πριν λίγες μέρες όμως άρχισαν τα πάντα να πηγαίνουν στραβά.

Στο πρώτο μάθημα τα πήγα ΣΚΑΤΑ και αποφάσισα να πέσω με τα μούτρα στη μελέτη. Ταυτόχρονα η φιλοξενούμενη μου αποφάσισε να εξαντλήσει πάνω μου όλη τη φορτικότητα που δεν τολμάει να εξαντλήσει στον άντρα της. Η μία από τους δύο ανθρώπους που ανέφερα πρίν φεύγει σε λίγο για Αγγλία και αυτο με θλίβει πάρα πολύ, ενώ ταυτόχρονα ο δεύτερος βρίσκεται στα χαρακώματα ενός έρωτα που έχει μετατραπεί σε πόλεμο. Δεν μπορούν να είναι εδώ για μένα, δεν μπορώ να είμαι εκεί γι αυτούς. Αφ’ ενός μέσα από τον χωρισμό του δεύτερου, και αφ’ ετέρου διαπιστώνοντας για πολλοστή φορά ότι ακόμη και η ίδια μου η μάνα δεν πιστεύει σε μένα, ξυπνούν και πάλι τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ενός δικού μου χωρισμού που εδώ και δύο χρόνια δεν έχω καταφέρει να ξεπεράσω. Μα τα προβλήματα δεν είναι ποτέ αρκετά. Έτσι, ενώ ξεδίναμε σε ένα μικρό καυγά με την Μανταλένα, κάποιος/α/οι κανουν δύο σχόλια με το όνομά μου και αρχίζει ο πανικός στο bloghood.

Για άλλη μια φορά η πίστη μου στους ανθρώπους κλονίζεται. Οικογένεια, φίλοι, εραστές, γνώστοι και άγνωστοι δεν χάνουν την ευκαιρία να παρατήσουν, να πληγώσουν, να απαξιώσουν. Ο τελευταίος καυγάς με την γυναίκα που με έφερε στον κόσμο, χθες το βράδι, με άφησε πληγωμένο και αποδεκατισμένο. Δεν είχα κουράγιο μετά τα τελευταία ούτε στο blog μου να στραφώ.Καταριόμενος τους πάντες και κυρίως την άλλη σημαντική γυναίκα της ζωής μου, τη γυναίκα που είχα αγαπήσει πριν απο κάποια χρόνια, τη γυναίκα που είχε καταφέρει να με πείσει ότι πίστευε σε μένα, για να εξαφανιστεί λίγο αργότερα απο τους ορίζοντες μου,στράφηκα στο διάβασμα. Και έτσι αναπάντεχα έπεσα πάνω στον Carl Rogers.

Για όσους δεν τον γνωρίζουν ήδη, ο Rogers είναι ένας από τους μεγαλύτερους ψυχοθεραπευτές του περασμένου αιώνα, με ανεκτίμητη συμβολή στον κλάδο της Ψυχολογίας. Πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση καλοί. Τόσο απλά. Διαβάζοντας για τις θεωρίες του το μάτι μου κόλλησε πάνω στην εξής φράση:

"Γνωρίζω καλά ότι για λόγους άμυνας και ενδόμυχων φόβων τα άτομα μπορούν και πράγματι συμπεριφέρονται με απίστευτη σκληρότητα, με τρόπο τρομερά καταστροφικό, ανώριμο, πρωτόγονο, αντικοινωνικό και επιβλαβή. Κι όμως, το πιο συγκλονιστικό και δημιουργικό μέρος της δουλειάς μου είναι να ασχολούμαι με τέτοια άτομα και να ανακαλύπτω στα κατάβαθα της ψυχής τους τις έντονα θετικές τάσεις που υπάρχουν μέσα τους, όπως σε όλους μας."

Τόσο απλά, μέσα σε μία μικρή παράγραφο, ο Rogers μας δίνει έναν διαφορετικό τρόπο να κοιτάμε τον κόσμο. Οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, είναι καλοί.Το θέμα τελικά δεν είναι αν μας πληγώνει κάποιος αλλά το γιατί επιλέγει να μας πληγώσει. Αν μπορέσουμε να κοιτάξουμε μέσα από τα μάτια του μπορούμε να τον καταλάβουμε. Αν τον καταλάβουμε μπορούμε να τον συγχωρέσουμε. Και άν καταφέρουμε να συγχωρέσουμε τους ανθρώπους που μας πλήγωσαν, που μας παράτησαν, που μας κατέστρεψαν, τότε ίσως στο τέλος να μπορέσουμε να καταλάβουμε και να συγχωρέσουμε και τον εαυτό μας.

Είδα το χαμόγελο στο πρόσωπο αυτού του ανθρώπου σε μία μικρή φωτογραφία του και τον πίστεψα. Τον πίστεψα γιατί είχα ανάγκη να τον πιστέψω, και αποφάσισα να δω τα πράγματα μέσα από ένα διαφορετικό πρισμα. Έπεσα για ύπνο εφαρμόζοντας αυτά που είχα διαβάσει, πάνω στην απουσία της. Και παραδόξως αυτή τη φορά δεν ήρθε να στοιχειώσει τα όνειρά μου. Και θυμήθηκα πως είναι να κοιμάσαι ήρεμα.

Σήμερα το πρωί κοιτώντας τον καθρέφτη μου ξέφυγε ένα χαμόγελο. Το πρόσωπο μου ήταν το ίδιο κουρασμένο μα κάτι είχε αλλάξει. Η παραίτηση που θα μπορούσε κανείς να διακρίνει στα μάτια μου τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν εκεί. Για πρώτη φορά τα είδα να λάμπουν λιγάκι. Αποφάσισα να γράψω αυτό το ποστ.

Αποφάσισα να μοιραστώ αυτή τη λάμψη και αυτό το χαμόγελο μαζί σας

Saturday, August 19, 2006

Καλό ταξίδι


Θα σας πω μία ιστορία για τρεις ανθρώπους, δύο άνδρες και μία γυναίκα, που πρωταγωνιστούν σε μία ταινία καταστροφής. Εδω και πολλά χρόνια περιπλανούνται μόνοι τους μέσα στο χάος, ανάμεσα σε εκατοντάδες ζόμπι που τους κυκλώνουν ψάχνοντας απεγνωσμένα για κάποιον επιζήσαντα. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης άλλων ατόμων που μπορούν ακόμη να θέλουν, να αισθάνονται και να σκέφτονται, αυτοί οι τρεις είχαν ξαναϊδωθεί στο παρελθόν. Μα καθώς ήταν περικυκλωμένοι από πλήθος ηλιθίων, δεν μπορούσαν με ασφάλεια να αναγνωρίσουν αν είχαν απέναντι τους έναν άνθρωπο ή ακόμη μία βλαμμένη βδέλλα που περίμενε να την πλησιάσουν για να γαντζωθεί επάνω τους. Έτσι είχαν προτιμήσει να μείνουν μακριά.

Όμως το φετινό καλοκαίρι κάτι άλλαξε. Διστακτικά στην αρχή, άρχισαν να προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο, και δεν άργησε να δημιουργηθεί μία απαράμιλλη χημεία μεταξύ τους. Ακoλούθησαν δυόμιση ονειρικές εβδομάδες, στιγματισμένες από στιγμές βαθειάς επικοινωνίας, χαράς αλλά και θλίψης καθώς ο καθένας, μέσω των υπόλοιπων, γνώριζε καλύτερα τον εαυτό του. Σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου, οχυρωμένοι οι τρεις τους απέναντι στους καθυστερημένους κατοίκους του, ξαναβρήκανε την πίστη τους απέναντι στην φιλία. Μία πίστη που παλιά στηριζότανε στην αθωότητα, και είχε χαθεί μαζί της εδώ και πολλά χρόνια, τώρα επέστρεψε και χτίσθηκε από την αρχή. Πάνω σε πολύ δυνατότερα θεμέλια. Στα θεμέλια μίας εμπειρίας πρωτόγνωρης και για τους τρεις.

Αλλοίμονο, οι δυόμισι εβδομάδες περνούν πολύ γρήγορα. Και οι εν λόγω άνθρωποι είχαν πάρει αποφάσεις για την ζωή τους πολύ πριν ανακαλύψουν ο ένας τον άλλο. Έτσι τώρα έμελε να χωρίσουνε οι δρόμοι τους, για να μην ξανασυναντηθούν ίσως ποτέ. Ένας θα έμενε στο νησί, η άλλη θα έφευγε για Αγγλία, ο τρίτος για την συμπρωτεύουσα. Με νύχια και με δόντια κατάφεραν να πάρουν τρεις ακόμη μέρες παράταση, μα πέρασαν κι αυτές και ήρθε το σημείο μηδέν: η μέρα που έπρεπε να φύγει ο πρώτος. Η αρχή του τέλους. Τις τελευταίες λίγες ώρες τους αποφάσισαν να τις περάσουν μαζί, και έτσι απλά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο οι δύο τσακώθηκαν. Και χώρισαν έτσι, μαλωμένοι, θυμωμένοι χωρίς κανείς τους να ξέρει γιατί. Ίσως να ήταν ευκολότερο έτσι. Η θλίψη και το βάρος του αποχωρισμού απαλύνονταν από τον θυμό. Μα δεν κράτησε κι αυτό πολύ. Δευτερόλεπτα μόνο μετά το τελικό αντίο, λίγες στιγμές μετά τον ήχο της πόρτας του αμαξιού που έκλεινε, συνειδητοποίησαν και οι δύο πόσα έχαναν αυτή την ώρα. Και τα βλέμματα μαλάκωσαν ξανά. Μα οι τελευταίες στιγμές που είχαν και οι τρεις είχαν χαθεί.

Λίγα λεπτά αργότερα, το ίδιο πλοίο που είχε φέρει στο νησί έναν άνθρωπο απελπισμένο, απογοητευμένο, έναν άνθρωπο που στα εικοσιτέσσερα του ζούσε μοναχά με αναμνήσεις, χωρίς καμία προσδοκία από το μέλλον, ετοιμαζότανε να τον πάρει πίσω. Μα τώρα έπαιρνε έναν άνθρωπο με νέες εικόνες, νέα όνειρα, πλημμυρισμένο από μία πρωτοφανή, γι αυτόν, αισιοδοξία. Έναν άνθρωπο που ενώ για χρόνια απαντούσε με ένα ξερό "σε τίποτα" όταν τον ρώταγαν σε τι πιστεύει, ήταν τώρα έτοιμος να πει: "στον άνθρωπο πιστευω". Το πλοίο φυσικά δεν παραξενεύτηκε από την αλλαγή. Δεν ήτανε αυτή η δουλειά του. Η δουλειά του ήταν απλά να σηματοδοτεί φυγές, τέλη και νέες αρχές. Και ήταν έτοιμο να την κάνει ακόμη μία φορά. Στην κουπαστή τώρα, δυο μάτια κοιτάζουν στο κενό. Σμιχτά φρύδια και σφιγμένα χείλη προσπαθούν να πνίξουν έναν κόμπο στο λαιμό. Ένας χείμαρρος από εικόνες των τελευταίων ημερών περνάει από το μυαλό του και ο κόμπος μεγαλώνει με κάθε σφύριγμα του πλοίου καθώς η τελευταία άγκυρα σηκώνεται. Η υγρασία στα μάτια και το σφίξιμο στα χείλη τραβούν την προσοχή μιας συνταξιδιώτισσας. «Δύσκολο πράγμα να φεύγεις» του λέει.

Όχι κούκλα μου, δεν είναι δύσκολο να φεύγεις. Το δύσκολο είναι να ξέρεις ότι δεν θα ξαναγυρίσεις. Το δύσκολο είναι να ξέρεις ό,τι όσο και να το θες, δεν θα έχεις πού να ξαναγυρίσεις, διότι όλα όσα έζησες, και άξιζαν κάτι, ορίστηκαν από τυχαίες συνθήκες που δεν υπάρχουν πια. Να χτίζεις με φροντίδα ένα μικρό καταφύγιο, έναν ορμίσκο, ένα απειροελάχιστο λιμανάκι μετά από τόσα χρόνια, και να βλέπεις τον χρόνο να στο γκρεμίζει με ατσαλένιους καταπέλτες μόλις αναγκάζεσαι να σηκώσεις τις άγκυρές σου για λίγο. Αυτό είναι το δύσκολο.

Μα τα μάτια παρέμειναν απλανή, και τα χείλη παρέμειναν σφιγμένα και το μόνο που βγήκε προς τα έξω ήταν ένα μικρό νεύμα του κεφαλιού. Αυτή η στιγμή ανήκε μοναχά σε τρεις ανθρώπους. Σε τρεις μοναχικές μελαγχολικές σιωπές που, από τρία διαφορετικά πλέον μέρη, ενώνονταν κοιτάζοντας στο ίδιο σημείο. Και κανένας, και καμία δεν θα έμπαινε ανάμεσα τους. Αυτές οι στιγμές σιωπής ήταν φόρος τιμής σε μία μαγεία που έσβηνε για πάντα.

Ελάχιστα λεπτά αργότερα, ο πρώτος της παρέας κάνει στο ραδιόφωνο την πιο μελαγχολική εκπομπή της ζωής του, κοιτάζοντας μέσα από ένα ελάχιστο παραθυράκι ένα μικρό κομμάτι ουρανού. Η δεύτερη ακούει την εκπομπή σιωπηλά στον κήπο της ανάμεσα στα δέντρα, ατενίζοντας τα φύλλα που στέγαζαν τις απογευματινές τους συναντήσεις. Ο τρίτος δεν έχει ράδιο, μα είναι σαν να ακούει και αυτός την εκπομπή. Στέλνει ένα μήνυμα στον πρώτο, ζητάει ένα αποχαιρετιστήριο κομμάτι, και με το βλέμμα στη θάλασσα γράφει αυτό εδώ το κείμενο. Καθένας τους λέει αντίο με τον δικό του τρόπο. Έξι βουρκωμένα μάτια, έχουν συνωμοτήσει και κάθε ζευγάρι είναι πλέον καρφωμένο στο ένα τρίτο από αυτά που μέχρι πριν από λίγο απολάμβαναν όλοι μαζί.

«Μην αλλάξεις ποτέ»

Έχω βαρεθεί να ακούω τέτοιες ευχές από ανθρώπους που ξέρω. Μα σε αυτή την παρέα δεν ειπώθηκε τίποτα παρόμοιο. Μην τολμήσετε να μην αλλάξετε, θέλω να τους φωνάξω εγώ. Εξελιχθείτε. Ωριμάστε, ανεβάστε τον πήχη των απαιτήσεών σας. Κυνηγήστε ακόμη ομορφότερες στιγμές με ακόμη ομορφότερους ανθρώπους. Μεταβιβάστε την μαγεία που ζήσατε και δημιουργήστε ακόμη μεγαλύτερη. Θέλω αν υπάρξει άλλη φορά που θα βρεθείτε οι τρεις σας να είστε τρεις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Μόνο τα χαμόγελά σας θέλω να είναι τα ίδια.Μόνο οι αγκαλιές σας, οι ελπίδες και οι φλόγες στα μάτια.

Monday, August 07, 2006

Writer's Block

Είχαν περάσει πάνω από δύο ώρες από την στιγμή που είχε καθίσει μπροστά στον υπολογιστή. Μα ακόμη δεν είχε γράψει τίποτα. Που και που ξεκίναγε κάποια πρόταση μα κάθε φορά που την διάβαζε τα χείλη του στράβωναν και λίγα δευτερόλεπτα μετά την είχε διαγράψει. Η αρχή είναι το δυσκολότερο κομμάτι έλεγαν. Μα για εκείνον δύσκολα ήταν όλα τα υπόλοιπα. Μόνο αρχές κατάφερνε να κάνει στη ζωή του. Και μετά τα παράταγε. Ή τον παρατούσαν. Με μία μικρή ώθηση των ποδιών η καρέκλα περιστράφηκε και εκείνος βρέθηκε να αγναντεύει το δωμάτιο. Άδειο. Από τότε που τον είχε αφήσει δεν είχε πατήσει άνθρωπος εκεί μέσα. Από τότε που είχε φύγει, δεν είχε ξαναγράψει σελίδα.

Σηκώθηκε, περπάτησε αργά προς το ψυγείο, και άνοιξε ένα αναψυκτικό. Μπροστά στο παράθυρο, χαζεύοντας μια πόλη που κοιμόταν, άρχισε να κατεβάζει αργές, μεγάλες, αποφασιστικές γουλιές. Εδώ και πολύ καιρό είχε δεκάδες λόγους να βουρκώνει. Το ανθρακικό ήτανε απλά η αφορμή. Όταν χώριζαν οι γνωστοί του, του φαινόταν κάτι απλό, φυσιολογικό. Μα τώρα που είχε έρθει η σειρά του ζούσε μια τραγωδία. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι ο χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Και τον ακολουθεί ένα μεγάλο πένθος.

Το σπίτι έμοιαζε άδειο μα δεν ήταν. Ήταν στοιχειωμένο. Η παρουσία της ήταν διάχυτη παντού, τα πράγματά του ήταν και δικά της, φορτωμένα με αναμνήσεις, μιας χαμένης Εδέμ. Και τώρα κατοικούσε στο ίδιο μέρος, μα γύρω του είχε τύψεις, μελαγχολία, θλίψη και επιθυμίες που τον έκαιγαν σαν φωτιά. Εύχονταν να μπορούσε να ξεχάσει έτσι απλά, να προσποιηθεί ότι δεν υπήρξαν ποτέ τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί. Η κόλαση δεν ήταν παρά το σύνολο των αναμνήσεων ενός απαγορευμένου, πλέον, παραδείσου, και το ήξερε καλά αυτό. Μα δεν υπήρχανε λωτοί της λησμονιάς, και ο έρωτας με έρωτα δεν πέρναγε. Και ο χρόνος χωρίς έρωτα δεν κύλαγε. Και οι σελίδες δεν γέμιζαν γιατί τα μάτια της δεν θα τις διάβαζαν πια. Ήτανε στραμμένα σε κάποιον άλλον.

Τέρμα η προσπάθεια για σήμερα. Το άδειο κουτάκι βρήκε τη θέση του σε ένα σωρό από όμοια του, πεταμένα σε μία γωνιά για να του θυμίζουν πόσες νύχτες είχε αποτύχει να ξεχάσει. Έπεσε βαρύς πάνω στο κρεβάτι, αδυνατώντας να καταλάβει γιατί εξακολουθούσε να κοιμάται στο μισό. Κούρνιαζε τώρα στην δική της πλευρά, ενώ η δικιά του έμενε άδεια, κρύα. Μερικές φορές προσπαθούσε να την φέρει πίσω, να πείσει τον εαυτό του ότι μπορούσε ακόμη να μυρίσει το άρωμα των μαλλιών της στο μαξιλάρι. Άλλες πάλι προσποιούταν ότι ήταν εκείνη που είχε μείνει πίσω. Ότι ήταν αυτός που την είχε παρατήσει. Ανόητα, μάταια τεχνάσματα, ακριβώς σαν την παράλογη αγάπη που πενθούσε εδώ και τόσο καιρό.

Η άρμη των δακρύων, ενώθηκε με την γλυκιά γεύση που είχε αφήσει πίσω του το αναψυκτικό και σε λίγο παραδόθηκε ολόκληρος στην δίνη των ονείρων. Αύριο θα ξεκίναγε μία νέα μέρα. Θα ήτανε η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του. Μα το μισό κρεβάτι θα ήταν ακόμα άδειο, και τα κουτάκια θα ήταν ακόμη στη γωνιά. Το σπίτι θα ήτανε ακόμη στοιχειωμένο. Και η σελίδα θα παρέμενε κενή…

Saturday, August 05, 2006

Ζέστη σήμερα...


Τι εστί διακοπές; Διακοπές είναι ξεκούραση, ραστώνη και ανεμελιά. Διακοπές είναι επίσης θάλασσα, ζέστη, ούζο το μεσσημέρι, μπυρίτσα το βράδυ και καλή παρέα. Διακοπές είναι, αν μη τι άλλο, ταξίδια,μεγάλα ή μικρά, με πλοίο, με αεροπλάνο, με αυτοκίνητο ή μηχανή, ακόμα και με ένα ταπεινό ποδήλατο.

Στα πλαίσια λοιπόν,όλων των πρηγοηγούμενων χαρακτηριστικών κινούμαι και εγώ -όπως και τόσοι άλλοι- σε παραλίες και σε όμορφα ή (δυστυχώς) άσχημα μαγαζιά, ανάμεσα σε θεσπέσιες υπάρξεις του αντίθετου φύλου που φοράνε λίγα ή ακόμη λιγότερα ρούχα. Όλοι αυτοί οι επίπλαστοι καλοκαιρινοί μας άγγελοι ( "τα ρούχα κάνουν τον παππά" λέει μια παροιμία) μας κοιτάνε το ίδιο λάγνα που τους κοιτάμε και εμείς αλλά ταυτόχρονα μας αγνοούν. Μας γεμίζουν υποσχέσεις και μας αιχμαλωτίζουν σε ιστούς που έχουν υφάνει με τα κορδονάκια που συγκρατούν τα λιγοστά κομμάτια υφάσματος συο κορμί τους και την ίδια στιγμή, με έναν ανεξήγητο τρόπο διαλύουν κάθε μας ελπίδα και μας πετάνε σε παγωμένη θάλασσα.

Κόλαση ή παράδεισος αυτό είναι το καλοκαίρι! Μάθε να το αγαπάς διότι δεν θα βρείς άλλο.