Tuesday, December 19, 2006

Bad Day


Μια κατάλευκη σελίδα, και πέντε δάχτυλα που περιμένουν.

Θυμούνται, νιώθουν, νοσταλγούν.

Τα ταξίδια που έκαναν επάνω στο κορμί σου. Τον τρόπο που μπερδεύονταν με τα δικά σου. Τις περιπλανήσεις τους στο δάσος των μαλλιών σου.

Μα σήμερα δεν είσαι πια εδώ. Κι αυτό το σήμερα δε λέει να τελειώσει. Κι έτσι πιάνουν το στυλό κι αρχίζουν να χορεύουν αργά και μελαγχολικά. Μιλούν στην απουσία σου, ψάχνουν λέξεις για την ομορφιά σου, κι η σελίδα αρχίζει να γεμίζει...


...



Χμ. Παπάρια γεμίζει...

Άδεια την κόβω τελικά...




Τσαλάκωσε το καταραμένο χαρτί και το πέταξε στο καλάθι. Φυσικά αστόχησε, εν μέρει βέβαια, αφού το καλάθι το πέτυχε, αλλά στο πλάι, αναποδογυρίζοντάς το και γεμίζοντας τον τόπο αποτσίγαρα και στάχτες. Βλαστημώντας Θεούς και δαίμονες, τράβηξε το τελευταίο του τσιγάρο από το πακέτο και βγήκε στα τέσσερα πλακάκια που οι αλιτήριοι κάτοικοι αυτής της βρωμόπολης επέμεναν να αποκαλούν μπαλκόνι. Πέρασε τα επόμενα δύο λεπτά βήχοντας. Τελικά όσο βαρύ και τσατισμένο στιλάκι και να έχεις, δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να το ανάβεις το ρημάδι από την μεριά του φίλτρου.

Δεν ήταν Τρίτη και ούτε είχε δεκατρείς ο μήνας. Μα αυτό δεν είχε καμία σημασία. Άλλωστε ποτέ του δεν υπήρξε προληπτικός. Αφού το σκέφτηκε για λίγο, αποφάσισε ότι τίποτα δεν θα του πήγαινε καλά αυτήν την μέρα. Κάποιος τον είχε μουτζώσει, δεν εξηγούνταν αλλιώς.

«Δε βαριέσαι» σκέφτηκε κοιτάζοντας τον ήλιο να ξεπροβάλλει. «Τα πάντα είναι θέμα διάθεσης. Καλημέρα να έχουμε» και βούτηξε στο κενό.

Monday, December 18, 2006

Άνεσις

Στο σπίτι μου έχω ένα πανέμορφο τζάκι μικροκυμάτων. Προχτές πέρασα υπέροχα: την άραξα μπροστά του για 1 λεπτό και 30 δευτερόλεπτα.

Monday, December 04, 2006

Φωτογραφική μνήμη #1

Δεκέμβρης 2004. Ακριβώς δύο χρόνια πριν. Οι πρώτες εκπομπές στο παλιό studio του Αιόλου. Ερωτευμένος, χαρούμενος και δημιουργικός.
Τον νοσταλγώ λίγο τον τότε Στάσυμ. Μέσα σε όλα δεν έδινε και πολλή σημασία στα μικρά. Καλό είναι λίγο να παραδειγματιστεί από αυτό ο τωρινός Στάσυμ. Από την άλλη, ο ίδιος ήταν τόσο μικρός...
Ο Αίολος άλλαξε studio, τα ραδιοφωνικά και τα ακαδημαϊκά σοβάρεψαν, αλλά το μεράκι παρέμεινε. Και η δημιουργία ελπίζω. Αλλά και αυτή σοβάρεψε! Τώρα η φωτογραφική μηχανή χρησιμοποιείται πιο επαγγελματικά και ψυχρά. Όσο για τον έρωτα; Χμ...
Τελικά τι είναι καλύτερο;
Θα το διαπιστώσω τον άλλο Δεκέμβριο. Μέχρι τότε, ας ανακαλέσω λίγες ακόμη φωτογραφίες. Όχι για σύγκριση. Απλώς για να μην ξεχνάμε τα παλιά...

Tuesday, November 28, 2006

Σταυροδρόμια


Ένα υψίσυχνο ουρλιαχτό χαρακώνει τη νύχτα. Φλόγες ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει το κορμί του. Πύρινο. Το φως που εκπέμπει τρεμοπαίζει πάνω στους τοίχους της πόλης. Χτυπάει με δύναμη τα νέα του φτερά και ανεβαίνει ορμητικά προς τα πάνω.

Μα κάπου εκεί σταματάει. Καρφώνει το βλέμμα του στο έδαφος. Στάχτες.


Το μυαλό του φτερουγίζει πίσω. Είχε μείνει νεκρός για πάρα πολύ καιρό. Θυμάται αμυδρά πια τις τελευταίες του στιγμές. Την αγωνία, τον πόνο, τις απεγνωσμένες προσπάθειες να σωθεί, τα κύκνεια άσματά του. Δεν τα είχε καταφέρει τελικά. Μετά από μία ονειρεμένη ζωή, είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Μετά το μόνο που θυμότανε ήταν ένα συνεχές μούδιασμα. Μία παντελής έλλειψη συναισθημάτων. Παραίτηση.

Πονάω άρα υπάρχω. Δεν μπορεί... Αφού πονάω πρέπει να υπάρχω.

Μα μετά δεν μπορούσε πια με τίποτα να πονέσει. Και ούτε μέσα σε όνειρο βρισκότανε. Και αυτό σήμαινε πως ήταν νεκρός.

Η θέλησή του για ζωή παραήτανε μεγάλη. Πάλεψε με τον θάνατο και τελικά τον νίκησε. Μέσα από τις στάχτες του είχε ξαναγεννηθεί. Πύρινος. Ομορφότερος, δυνατότερος, σοφότερος και πιο αποφασισμένος από ποτέ. Κοιτάζει τις στάχτες με κατανόηση. Τώρα ξέρει γιατί έπρεπε να πεθάνει πριν αρχίσει να ζει. Κλείνει τα μάτια του και τις αποθηκεύει μέσα στο μυαλό του για πάντα. Πρέπει να θυμάται αυτή τη φορά.

Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει το κορμί του. Φωτιά. Το φως που εκπέμπει τρεμοπαίζει πάνω στους τοίχους της πόλης. Χτυπάει με δύναμη τα νέα του φτερά και ανεβαίνει ορμητικά προς τα πάνω.

Δε σταματάει τούτη την φορά. Υψώνεται πάνω από την σάπια πόλη και καβαλάει τον άνεμο. Τα βλέπει τα πάντα από ψηλά καθώς σκίζει, με ταχύτητα, τον ουρανό στα δύο.

Δε βλέπει απλώς το γκρίζο τσιμέντο των κτιρίων μα μέσα από αυτό. Οι περισσότεροι κοιμούνται. Κάποια ζευγάρια κάνουν έρωτα, κάποιοι πηδιούνται σαν τα σκυλιά. Ένας μεθυσμένος αλκοολικός σπάει στο ξύλο το παιδάκι του. Μια γυναίκα μόνη σε ένα τεράστιο σπίτι πλαντάζει στο κλάμα. Ό καθένας κουβαλάει τον σταυρό του στην πλάτη, ανεβαίνοντας τον προσωπικό του Γολγοθά. Όλοι έχουν τους λόγους τους, τις ουλές, τα καθημερινά τους μαρτύρια. Δεν υπάρχουν σημαντικά και ασήμαντα προβλήματα, όλοι περνάνε δύσκολα. Συνεχίζουν όμως.

Οι κόρες του μικραίνουν καθώς εστιάζουν σε ένα σταυροδρόμι. Με τα φτερά τεντωμένα βουτάει προς το έδαφος και τα γαμψά του νύχια πιάνονται σε ένα στύλο της ΔΕΗ. Σταυροδρόμια. Τα σημεία των επιλογών. Είχε κάνει κάμποσες και είχε πληρώσει γι’ αυτές. Έμαθε να ζει με τα λάθη του και να μαθαίνει από αυτά. Τώρα ήτανε καιρός να αρχίσει να μαθαίνει από τα λάθη των άλλων. Με μια κραυγή στον ουρανό χρήζει το σταυροδρόμι σπίτι του, πατρίδα του, βασίλειό του κι έπειτα βολεύεται και περιμένει να δει και να νιώσει. Να καταλάβει τους λόγους που μας κάνουνε να χαμογελάμε παίρνοντας κάθε λανθασμένη μας στροφή.

Saturday, November 25, 2006

Δεν βρέχει, σε φτύνουν


To ξέρω πως αμέλησα υπερβολικά το «συγγραφικό» μου έργο, αλλά σας ορκίζομαι πως δεν ήταν δικό μου το λάθος, αλλά όλων των άλλων! Το καλό (στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε κακό) άρχισε εκεί γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου, τότε που περιμέναμε τις πρώτες βροχές και κανένα καλό παιχνίδι από τον παναθηναικό.

Εκείνη την εποχή λοιπόν κατάφερα και έβαλα τελεία στο τελευταίο μου μάθημα ως προπτυχιακός φοιτητής και ανάλαφρος από «περιττά» βάρη κοιτούσα τη μελλοντική μου ζωή γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά( εντάξει δεν ήταν και ακριβώς έτσι αλλά μπορούμε να το φανταστούμε κάπως έτσι). Με το ηθικό στα ύψη λοιπόν έμαθα τότε πως έγινα δεκτός στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα που τόσο ήθελα …τρελά πάρτυ, γιορτές, κεράσματα, ξενύχτια για να γιορτάσω την απίστευτη επιτυχία μου , αφού εάν δεν κάνω λάθος πρέπει να είμαι ο μοναδικός στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου (δυτικά του Μισσισιπή λέγαμε κάποτε) που καταφέρνει να μπει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών.

Εντάξει μωρέ, και τι σημαίνει πως τα μαθήματα αρχίζουν μέσα σε μια εβδομάδα; Με τέτοια ανυπομονησία που είμαι γεμάτος μέχρι και στον στρατό μπαίνω…! Για να λέμε την αλήθεια τα μαθήματα είναι κάπως πολλά, αλλά ευτυχώς είναι και δύσκολα οπότε μουδιάζει ο εγκέφαλος μετά την τέταρτη ώρα και εισέρχεσαι σε κατάσταση νιρβάνας. Τέλεια! Μεταπτυχιακό και μαθήματα αυτογνωσίας μαζί!

…ανοίγω τα μάτια πρωί της δευτέρας, πλένομαι, τρώω και φεύγω κατευθείαν για το πανεπιστήμιο.
Άτιμη ρουτίνα πόσο με κουράζεις: κλείνω τα μάτια για λίγο…και ήρθε Παρασκευή. Μην με κοιτάς, μη με ακουμπάς, μη μου μιλάς! Έχω εργασίες για την άλλη εβδομάδα.
Να βρω κοπέλα; Ναι μια στιγμή να κλείσω την πόρτα για να φορέσω τη στολή με την μπέρτα με την ησυχία μου.

Ο.Κ. θα μου φύγει ο υπερ-αγαπητός πισινούλης μου, αλλά τουλάχιστον θα έχω εξασφαλισμένο εργασιακό μέλλον. Ε μα φυσικά, ένα παλικάρι, ψηλό, μελαχρινό, όμορφο, με τόσα προσόντα είναι δυνατόν να μη βρει αμέσως δουλειά; Νομίζω πως σε κάποια διευθυντική θέση γράφει ήδη το όνομά μου…

Α! Άρχισε να βρέχει… Μα ποιος κανίβαλος φτύνει από τον πάνω όροφο;

Thursday, November 23, 2006

O Μικρός Τομ και η Τίγρης


Mία φορά και έναν καιρό, σε ένα πανέμορφο δάσος όχι και τόσο μακριά από εδώ, έμενε ένα μικρό αγριογατάκι. Το όνομά του ήτανε Tομ. Δεν ήταν και κανένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο όνομα βέβαια, μα ο μικρός Τομ ήτανε χαρούμενος με αυτό. Ήταν ένα όνομα μικρό και γλυκό, και όλοι πίστευαν ότι του ταίριαζε πολύ. Το αγριογατάκι της ιστορίας μας μάλιστα ήτανε πολύ γνωστό στο δάσος, όχι μόνο για την εξυπνάδα του αλλά και για την καλοσύνη του που δεν έπαυε να εκπλήσσει όλα τα υπόλοιπα ζώα του δάσους. Δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να βγάλει από την δύσκολη θέση οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα χρειαζότανε συμβουλές ή κάποια άλλη βοήθεια. Έτσι όταν στο δάσος ακούγονταν το όνομα Τομ, στο μυαλό όλων ερχότανε το καλοσυνάτο γκρι αγριογατάκι με τις μαύρες ρίγες και τα λαμπερά πράσινα μάτια.

Ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο μεσημέρι, ο μικρός Τομ είχε βγει για μία βολτίτσα στο δάσος. Του άρεσε πολύ η άνοιξη σκέφτονταν καθώς κοίταγε τεμπέλικα τις μέλισσες να χορεύουν γύρω από τα πολύχρωμα, ανθισμένα λουλούδια. Οι μυρωδιές του δάσους γίνονταν πιο έντονες και πιο ζεστές και οι ήχοι που άκουγαν τα εξασκημένα αυτιά του, πλήθαιναν τον Μάρτιο. Τιτιβίσματα πουλιών που μόλις είχαν έρθει στο δάσος και ζουζουνίσματα από μέλισσες προστείθονταν στο κελάρυσμα του νερού από το αγαπημένο του καταγάλανο ποτάμι, για να ενορχηστρώσουν μία μελωδία τόσο υπέροχη, που μόνο στην φύση θα μπορούσες να ακούσεις.

Ο μικρός μας Τομ προχωρούσε τεμπέλικα δίπλα στο ρυάκι. Τεντώνονταν, χασμουριόταν και γουργούριζε ευτυχισμένος ανάμεσα στα λουλούδια καθώς πήγαινε προς το αγαπημένο του ξέφωτο για να ξαπλώσει στην λιακάδα. Ξαφνικά ένιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στα γκρίζα γατίσια του αυτάκια έφτασε ο ήχος βημάτων, γρήγορων και φοβισμένων. Τα τέντωσε όσο μπορούσε, χαμήλωσε λιγάκι το σώμα του και έψαξε να βρει από που έρχονταν ο θόρυβος. Είδε λίγα μέτρα πιο μακριά ένα γέρικο ελάφι να τρέχει φοβισμένο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πίσω του έτρεχε μία τίγρη η οποία ολοένα και το πλησίαζε. Ο μικρός Τομ δεν έχασε καθόλου χρόνο. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά όρμησε προς το μέρος της τίγρης. Ήταν πολύ μεγάλη για να την πολεμήσει και το ήξερε. Ίσως όμως θα μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή για ελάχιστη ώρα, ίσα ίσα όση θα χρειάζονταν για να χάσει τα ίχνη του άμοιρου ελαφιού.

Ο Τομ πλησίασε την τίγρη που έτρεχε, άρπαξε την ουρά της με τα νύχια του και της έριξε μία δαγκωνιά με όλη του τη δύναμη. Το τεράστιο ζώο σταμάτησε απότομα να τρέχει και τίναξε την ουρά του με δύναμη. Το μικρό αγριογατάκι πετάχτηκε πολύ ψηλά στον αέρα και έπεσε κουτρουβαλώντας στο έδαφος. Στάθηκε όρθιο κατευθείαν και είδε την τίγρη αγριεμένη να τρέχει προς το μέρος του. Το στόμα της ήταν ανοιχτό, τα χείλη της τραβηγμένα και φαίνονταν τα πελώρια κοφτερά δόντια της. Ο Τομ θα ήθελε πολύ να έχει και αυτός τέτοια δόντια όμως τα δικά του ήτανε μικροσκοπικά και έτσι έκανε στροφή και άρχισε να τρέχει με την τίγρη ξοπίσω του. Έπρεπε να σκεφτεί οπωσδήποτε κάτι και μάλιστα γρήγορα γιατί αν τον έπιανε στα δόντια της ήταν χαμένος.

Τρέχοντας φοβισμένος ο Τομ θυμήθηκε τους κυνηγούς... Τους είχε δει λίγες μέρες πιο πριν, ενώ κούρνιαζε τεμπέλικα σε ένα δέντρο, να στήνουν μεγάλες σιδερένιες παγίδες.

«Τώρα θα σε μάθω εγώ να μην τα βάζεις με τα αδύναμα ελαφάκια» σκέφτηκε, μισόκλεισε τα μάτια του, χαμήλωσε το κεφάλι και άλλαξε πορεία τρέχοντας προς το σημείο των κυνηγών, με την αγριεμένη τίγρη πάντα στο κατόπι του. Μετά από μερικά ψηλά δέντρα, έφτασαν στο σημείο όπου οι φυλλωσιές πύκνωναν. Αυτό ήτανε το σημείο στο οποίο θα κρίνονταν όλα. Θυμότανε πολύ καλά ποια φύλλα είχανε κρυμμένες παγίδες και φρόντισε να πάει προς το μέρος τους. Μόλις έφτασε στην πρώτη έκανε ένα μεγάλο σάλτο περνώντας ακριβώς από πάνω της. Η τίγρης μέσα στο θυμό της δεν πρόσεξε το άλμα και έπεσε ακριβώς μέσα στην παγίδα. Τα μεγάλα σίδερα έκλεισαν και παγίδεψαν την ουρά της. Άφησε ένα από τα πιο τρομακτικά και πονεμένα ουρλιαχτά που είχε ακούσει ποτέ το δάσος και άρχισε μάταια να προσπαθεί να ελευθερωθεί. Οι κυνηγοί είχαν κάνει κάλα την δουλεία τους.

Με την μικροσκοπική του καρδούλα να χτυπάει ακόμα σαν τρελή, ο Τομ έμεινε για λίγο κοιτάζοντας την πληγωμένη τίγρη και μετά πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ήθελε να πάει πίσω στο ξέφωτο να βρει το ελάφι

Όταν έφτασε είδε ότι το γέρικο ελαφάκι είχε αρχίσει να ηρεμεί και έσβηνε την δίψα του πίνοντας από τα γαλανά νερά του ποταμού. Ο Τομ το κοίταξε ευτυχισμένος και ξάπλωσε επιτέλους στην λιακάδα χαρούμενος που είχε καταφέρει να το σώσει.

Η μέρα πέρασε και ήρθε το βράδυ, μα το μικρό μας αγριογατάκι κοιμότανε ανήσυχο. Άσχημα όνειρα ήρθανε να ταράξουνε τον ύπνο του. Είδε την τίγρη περικυκλωμένη από κυνηγούς που την πλησίαζαν απειλητικά, και ξύπνησε τρομαγμένο. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί αλλά πάλι τα ίδια. Έκατσε λοιπόν ξαπλωμένος σε μία γωνίτσα και πέρασε τη νύχτα του σκεφτόμενος το άμοιρο ζώο που ήτανε πιασμένο στην παγίδα. Πόσο άγρια και μεγαλοπρεπής ήτανε όταν ήταν ελεύθερη και πόσο κακόμοιρη και αδύναμη έμοιαζε όταν είχε παγιδευτεί. Το αγριογατάκι άρχισε να αισθάνεται άσχημα που την είχε παγιδεύσει.

Με το πρώτο φως της αυγής, ο Τομ έτρεξε προς το σημείο που είχε δει τελευταία φορά την τίγρη. Με μεγάλη χαρά διαπίστωσε ότι το άγριο ζώο είχε καταφέρει να ξεφύγει από τις παγίδες των κυνηγών. Δυστυχώς όμως για να καταφέρει να ελευθερωθεί, η ουρά του είχε σκιστεί. Ο Τομ την κοίταξε πολύ λυπημένα και αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια της τίγρης μέχρι να την βρει, γιατί είχε μία γατίσια περιέργεια να μάθει τι απέγινε.

Μετά από αρκετή ώρα περπατήματος άρχισε να ακούει στο βάθος μία φωνή που έμοιαζε πάρα πολύ με το ουρλιαχτό που είχε ακούσει χθες όταν το ζώο είχε πέσει στην παγίδα. Ήταν όμως λιγότερο άγριο και πολύ πιο πικραμένο Άρχισε να τρέχει προς τα εκεί και σε λίγο είδε μία μικρή σπηλιά σε έναν βράχο. Ήταν η φωλιά της. Μέσα ήταν η τίγρης. Στα πόδια της υπήρχανε τρία μικρά πλασματάκια που έμοιαζαν αρκετά με τον Τομ, μόνο που ήτανε κίτρινα με μαύρες ρίγες. Ήτανε τρία μικρά τιγράκια. Η μητέρα τους, πληγωμένη και χωρίς ουρά, τα κοίταζε διαρκώς ένα – ένα , ξαπλωμένα ακίνητα, και έκλαιγε γοερά με ένα από τα πιο πικραμένα κλάματα που είχε ακούσει ο μικρός Τομ.
Τα πόδια του λύγισαν και η καλοσυνάτη γατίσια καρδιά του σφίχτηκε όταν κατάλαβε.
Η μητέρα τους δεν είχε γυρίσει χθες το μεσημέρι να τους φέρει τροφή. Ήταν πληγωμένη και δεν μπορούσε να κυνηγήσει Και τώρα τα τιγράκια ήταν νεκρά.

Όταν το γατάκι μας κατάλαβε τι κακό είχε προξενήσει, έπεσε κάτω και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Προσπαθούσε μόνο να σώσει ένα γέρικο ελάφι. Μα για να το κάνει αυτό είχε τραυματίσει για πάντα μια νέα και υγιή τίγρη και είχανε πεθάνει από την πείνα τρία μικρά πανέμορφα τιγράκια. Τρία τιγράκια που δεν είχαν προλάβει ακόμη να δουν τις χαρές της ζωής. Είχε φερθεί τόσο απερίσκεπτα... Είχε καταστρέψει μία ολόκληρη οικογένεια.

Άκουσε βήματα να πλησιάζουν και σήκωσε το μικρό του κεφαλάκι. Είδε την τίγρη να το κοιτάζει πονεμένα.

«Καταλαβαίνεις τώρα τι έκανες;» του είπε με πίκρα

«Μα εγώ δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν» κλαψούρισε ο μικρός Τομ. «ήθελα μόνο να σώσω το δύστυχο ελαφάκι»

Η τίγρης αναστέναξε.

«Το ξέρω» είπε σκεπτικά «μα πρέπει να καταλάβεις, ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά όσο φαίνονται. Το ελάφι ήτανε γέρικο και είχε ζήσει τη ζωή του. Ο ρόλος του τώρα ήτανε να γίνει τροφή για άλλα ζωάκια, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν και αυτά με τη σειρά τους.»

«Όταν είδα μία άγρια τίγρη να κυνηγάει ένα αδύναμο ελάφι δεν το σκέφτηκα αυτό.» κατηγόρησε τον εαυτό του ο Τομ

«Είσαι μικρός ακόμα. Μα είσαι ένα πανέξυπνο και παμπόνηρο γατάκι. Θα μάθεις μεγαλώνοντας ότι δεν γίνεται ποτέ να βοηθήσουμε κάποιον χωρίς να κάνουμε κακό σε κάποιον άλλον. Πριν κάνουμε κάτι πρέπει να σκεφτούμε ποιους θα βοηθήσει και ποιους θα βλάψει η πράξη μας. Συχνά βοηθάμε ζώακια που είναι σε δύσκολη θέση, απερίσκεπτα, μόνο και μόνο επειδή τα γνωρίζουμε και τα αγαπάμε. Και δε μας πειράζει που θα πληγωθούνε έτσι κάποια άλλα που δεν τα έχουμε δει ποτέ. Έχεις σκεφτεί όμως ότι αυτό είναι άδικο; Έχεις σκεφτεί πόσα πολλά πράγματα πρέπει να ξέρουμε για δύο ζώα πριν μπούμε ανάμεσα τους και γείρουμε την ζυγαριά προς το μέρος του ενός;»

«Δεν το είχα ξανασκεφτεί ποτέ αυτό. Γιατί ποτέ δε μου είχε τύχει να μου μιλήσει ένας αντίπαλος των φίλων μου. Τους σκεφτόμουν σαν εχθρούς απλά. Δεν είχα σκεφτεί ότι είναι και αυτοί ζωάκια σαν εμάς... Συγνώμη» Είπε ο μικρός Τομ και ξανάρχισε να κλαίει σκεφτόμενος πόσο ανόητα είχε φερθεί.

«Δεν χρειάζεται να κλαις» είπε η τίγρης χαϊδεύοντάς τον με την μουσούδα της.
«Τώρα είσαι λιγάκι πιο σοφός απ’ ότι χθες. Την επόμενη φορά που θα αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα θα είσαι πιο προσεκτικός, είμαι σίγουρη.»

«Τώρα όμως τα παιδάκια μου πρέπει να αναπαυθούν.» συνέχισε θλιμμένα « Πάω να τα μεταφέρω στο τελευταίο τους σπιτάκι» και άρχισε να περπατάει προς την σπηλιά της.

«Περίμενε, περίμενε! Θέλω να σε βοηθήσω κι εγώ!» φώναξε ο μικρός Τομ και έτρεξε δίπλα της.

Προχώρησαν μαζί και έθαψαν τα τρία τιγράκια δίπλα δίπλα σε ένα μέρος λίγο πιο πέρα από την σπηλιά. Είχε καταπράσινα δέντρα και πολλά χρωματιστά λουλούδια και μπορούσες από εκεί να χαζέψεις όλο το δάσος. Έπειτα έμειναν εκεί μιλώντας μέχρι που είδαν το πιο όμορφο και θλιβερό ηλιοβασίλεμα που είχε δει ο μικρούλης μας Τομ. Όταν βράδιασε για τα καλά, το αγριογατάκι αποχαιρέτισε την καινούρια του φίλη και της υποσχέθηκε ότι θα περνούσε να την βλέπει συχνά, και πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Πλησιάζοντας στο ξέφωτο, ο Τομ θέλησε να βρει το ελάφι να του διηγηθεί την ιστορία του. Έψαξε για λίγη ώρα και τελικά το είδε. Το γέρικο ζώο ήταν γαλήνια ξαπλωμένο κάτω από μία πανύψηλη Κλαίουσα Ιτιά, δίπλα στο ποτάμι. Είχε ξαστεριά και το φως του φεγγαριού και των αστεριών το φώτιζαν. Ο Τομ το πλησίασε και τα λόγια της τίγρης ήρθαν αμέσως στο μυαλό του.

Το ελαφάκι, που νόμιζε ότι είχε σώσει είχε πεθάνει γαλήνια στον ύπνο του μια μέρα μετά.

Tuesday, November 21, 2006

Face the fear (Fates Warning)


Here i am looking out looking in
my eyes are open my mind's closed tight
i believe i know i need to let go
and i know i'm wrong but i think i'm right
so i shut you out
and hear what i want to hear
and hide in my opinions
afraid to face my fear




There you are reaching in reaching out
your arms are open, your heart's closed tight
you believe you know you have to let go
and you think you won't
but you know you might
so you close your eyes
and pretend you're not here
and hide in your secrets
afraid to face your fear

And you close your eyes
i hear what i want to hear
and we hide in our suspicions
afraid to face the fear

And i shut you out
you pretend you're not here
and we hide in our loneliness
afraid to face the fear

Here we are looking in reaching out
together and alone
facing the fear we're afraid to show
facing the fear of letting go

Tuesday, November 07, 2006

Tώρα

Θα ήθελα να ήμουν τυφλός. Να μην μπορώ να διακρίνω την κακία, την αδιαφορία, την λύπηση στα μάτια των ανθρώπων. Να μην με τρόμαζε η σκληρότητα μέσα σε ορισμένα βλέμματα. Να μην διέκρινα πίσω από ορισμένες ίριδες ωκεανούς. Να μην με ρούφαγε ο καθρέπτης του κενού, που κρύβεται μέσα σε ψυχές πανέμορφων ανθρώπων.

Θα ‘θελα να ‘μουν κουφός. Να μην ακούω τις κακίες τους. Δικανίες, λόγια χωρίς νόημα, κούφιες προτάσεις, ψεύτικοι όρκοι αιώνιας αγάπης. Με τρομοκρατούν συχνά οι λέξεις των ανθρώπων. Η γλώσσα τους, ένας όμορφος τρόπος να καμουφλάρουν τα ένστικτά τους, να τα περάσουν σαν ευγενή πνευματικά αγαθά. Σε αγαπώ (χρειάζομαι την ασφάλεια που μου προσφέρει η ύπαρξή σου), σε θέλω (έχω συσσωρευμένο σπέρμα, πρέπει να το φυτέψω), βοηθάω τους γύρω μου ανιδιοτελώς(η ματαιοδοξία μου απαιτεί να αισθανθώ χρήσιμος σε κάποιον. Δεν υπάρχω αλλιώς). Δεν θέλω πια να τους ακούω.

Θέλω να γίνω αναίσθητος. Να μην νιώθω ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Να μην πονάω όταν με καις, να μην καίγομαι όταν με χαϊδεύεις. Να μην αισθάνομαι τα δάκρυα, όταν κυλούν στα μάγουλά μου. Δε θέλω πια να το μαθαίνω, όταν κλαίω.

Θέλω να πεθάνει η γλώσσα μου. Τα φιλιά σου είναι πολύ γλυκά για να τα χάσω. Ο καφές μου πολύ πικρός όταν τον πίνω μοναχός μου. Κι αυτά τα μικρά μαργαριτάρια που συνεχίζουν να κυλούν στο μάγουλό μου, αυτές οι ρημαδιασμένες σταγόνες που μου δροσίζουνε τα χείλη, είναι αλμυρές π’ ανάθεμά τες. Και μου θυμίζουν το κορμί σου όταν έβγαινες από τα νερά του Αιγαίου και στέγνωνες στην αγκαλιά μου. Μα εγώ…

Εγώ δε θέλω να θυμάμαι πια το χθες. Γιατί ανοίγοντας τα μάτια μου δεν είναι πια εκεί. Μα όταν τα ξανακλείνω νάτο πάλι. Με στοιχειώνει. Ούτε το αυρίο θέλω να ονειρεύομαι γιατί μου κλέβει στιγμές από το τώρα.

Μα είμαι εδώ και είμαι αρτιμελής. Και όλες μου οι αισθήσεις λειτουργούν και ένας σωρός από αναμνήσεις φλερτάρει με τα αυριανά μου όνειρα. Και βλέπω και ακούω και μυρίζομαι και γεύομαι και ζω. Μα για πόσο ακόμη; Είμαι μία καλοκουρδισμένη μηχανή που φθείρεται μέρα με τη μέρα. Θα ατονήσουν οι αισθήσεις μου. Σιγά σιγά με το πέρασμα του χρόνου ή ξαφνικά κι απροειδοποίητα . Κι αύριο μπορεί να μην θυμάμαι πια. Όχι

Όχι, όχι, όχι! Φωνάξτε μου, βρίστε με, αγγίξτε με, κοιτάξτε με, αγαπήστε με, μισήστε με, μα κάντε το ΤΩΡΑ.

Αύριο μπορεί να είναι πολύ αργά.

Δεν θέλω να είναι αργά. Δεν θέλω…

Friday, November 03, 2006

Πάμε κατάληψη;

- Πού πας;
- Στο σχολείο πάω βρε μάνα! Τι ερώτηση κι αυτή!
- Μα παιδάκι μου το σχολείο σας τελεί υπό κατάληψη
- Φυσικά, αφού αγωνιζόμαστε για έναν σκοπό
- Ναι αλλά η κατάληψη δημόσιου κτιρίου αποτελεί αδίκημα. Και μεγάλο μάλιστα
- Μα τι λες τώρα βρε μαμά. Δικαίωμά μας είναι! Αφού σε όλη την Ελλάδα το κάνουν! Όταν οι άλλοι απεργούν και διαμαρτύρονται στους δρόμους δεν λες ότι είναι κακό.
- Παιδάκι μου αυτό είναι διαφορετικό. Η απεργία και οι πορείες είναι συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Το να καταλαμβάνεις δημόσια κτίρια δεν είναι. Στο παρελθόν είχαν κινηθεί και εισαγγελείς.
- Άντε βρε μαμά με τις ηθικές σου βλακείες. Αφού θα είναι όλοι εκεί και θα είναι και ο Χ που ξέρεις πόσο πολύ μου αρέσει.
- Γλυκιά μου δεν το βρίσκω και τόσο σοφό να περνάς την ώρα σου μέσα σε έναν χώρο στον οποίο ύψιστη αρχή είναι οι έφηβοι που τον έχουν καταλάβει.
- Δε θα κάνουμε τίποτα κακό, απλά θα καθόμαστε, έχουμε καλό σκοπό λένε
- Μα κι αυτό κακό είναι τον κυνηγάτε με λάθος τρόπο…
- Υπερβολές, και τι θα γίνει δηλαδή; Θα μας σκοτώσουν; Θα μας βιάσουν; Άσε μας ρε μαμάκα. Σου λέω θα πάνε όλοι. Θα πάει κι ο Χ, θα είναι και τα κορίτσια. Θα τραβήξουμε και βιντεάκια να δεις πως θα περάσουμε, άντε γεια τώρα γιατί θα αργήσω!


Και κάπως έτσι ανάμεσα σε 8 εφήβους που παρανομούν, με την ευχή μας, κάποιοι παρανόμησαν λίγο παραπάνω…

Κι εμείς εδώ γεμίζουμε κυρα-κατίνες που το παίζουν δικαστές ψάχνοντας αθώους και ένοχους.

Και για άλλη μια φορά οι ρίζες του προβλήματος συνεχίσουν να αναπτύσσονται χιλιάδες μέτρα έξω από το οπτικό μας πεδίο.

Καλημέρα Ελλάδα

Wednesday, November 01, 2006

Πρωινός Καφές


Ο καφές, αχνιστός ανέδιδε ένα υπέροχο άρωμα. Κάθισε στον καναπέ, και αγκάλιασε την κούπα με την παλάμη του. Η θερμότητά της του μετέφερε ένα ευχάριστο ρίγος κατά μήκος του χεριού καταλήγοντας στην σπονδυλική του στήλη. Τράβηξε ένα τσιγάρο από το νέο του πακέτο και έκλεισε τα μάτια καθώς το άναβε. Ο ήχος του χαρτιού που σιγοκαίγεται στις πρώτες ρουφηξιές, ακολουθούμενος από την γλυκιά καλημέρα της νικοτίνης προστέθηκαν στις απολαύσεις του Κυριακάτικου πρωινού. Σαν να μην έφταναν αυτά, λίγο πιο πέρα σε ένα μικρό γραφειάκι, κάθονταν εκείνη. Μπροστά σε έναν παλιό υπολογιστή, έπινε μία γουλιά καφέ και άναβε με τη σειρά της το πρώτο πρωινό τσιγάρο.

Δεν χόρταινε να την χαζεύει. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στην οθόνη, καθώς τα δάχτυλα χτυπούσαν γρήγορα και ρυθμικά, χαρούμενα και ταυτόχρονα αποφασιστικά θα μπορούσες να πεις, πάνω σε ένα παλιό ταλαιπωρημένο πληκτρολόγιο. Είχε ακούσει πάρα πολλούς ανθρώπους να πληκτρολογούν, μα ο δικός της ήχος είχε κάτι πρωτόγνωρο. Θα τον αναγνώριζε παντού ακόμη και με κλειστά τα μάτια. Τον μάγευε αυτό το ρυθμικό κλικ κλακ που ακούγονταν καθώς έβλεπε τα χέρια της να κινούνται επιδέξια και αδιάκοπα πάνω στα πλήκτρα. Όπως τον μάγευαν τα μεγάλα μαύρα μάτια της, προσηλωμένα στην μέχρι πριν από λίγο λευκή σελίδα, ελαφρά γουρλωμένα, σαν έκπληκτα. Έβλεπε μια στιγμιαία λάμψη μέσα τους κάθε φορά που της ερχότανε κάποια καλή ιδέα για την επόμενη φράση της. Και έτσι, φράση - φράση, λιθαράκι – λιθαράκι, θα έχτιζε ένα ακόμη από τα κείμενά της. Αδημονούσε να το διαβάσει κι αυτό, να κλείσει άλλο ένα κομμάτι της μέσα του.

Πάνω που σκέφτονταν πόσο πολύ του άρεσε να μπορεί να την παρατηρεί ενώ έγραφε, ο ήχος των πλήκτρων έγινε ταχύτερος και λιγάκι αργότερα σταμάτησε. Το πρόσωπό της φωτίζονταν από ένα χαμόγελο. Ακολούθησαν κάποια απαλά κλικ από το ποντίκι. Ελάχιστα λεπτά αργότερα το νέο της ποστ θα ήταν δημοσιευμένο στο blog της. Τον πλησίασε χαμογελαστή και ένα απαλό φιλί προσγειώθηκε στα χείλη του. Θα κατέβαινε να φέρει εφημερίδες για να διαβάσουν παρέα. Θα κάθονταν όπως κάθε Κυριακή, αγκαλιά στον καναπέ, διαβάζοντας ο καθένας την δική του, συναγωνιζόμενοι ποιος θα βρει τα ομορφότερα άρθρα να διαβάσει στον άλλο. Του άρεσε να της μαθαίνει πράγματα που ανακάλυψε, όσο και το να μαθαίνει από αυτήν. Μια διαρκής αλληλεπίδραση σε όλους τους τομείς. Της μίλαγε για τον εγκέφαλο και την άκουγε να του μιλάει για την συγγραφή. Την ενημέρωνε ότι την αγαπούσε για να πληροφορηθεί λίγο αργότερα ότι εκείνη τον λάτρευε. Κάπως έτσι. Σαν δυο μπόμπιρες που ανακάλυπταν τον κόσμο μαζί. Σαν έρωτας.

Η πόρτα έκλεισε. Πήρε την κούπα του και ένα νέο τσιγάρο και όρμισε στον υπολογιστή. Τι να έγραφε άραγε τόση ώρα; Άναψε το τσιγάρο, άνοιξε τον browser.Ήπιε μια γουλιά καφέ, η σελίδα φόρτωσε. Μια τζούρα, μία βαθειά ανάσα, κάτι από αγωνία οι σφυγμοί ελαφρά ανεβασμένοι και το διάβασμα αρχίζει.


ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ

Μόλις ξύπνησες μικρέ μου τεμπελάκο. Δε θυμάμαι αν στο έχω πει αλλά τρελαίνομαι να σε παρακολουθώ. Έχεις ακόμη αυτό το αγουροξυπνημένο βλέμμα και μια μικρή τσίμπλα στο μάτι. Πόσο αστεία περπατάς όταν είσαι νυσταγμένος! Μα να ‘σαι βγαίνεις επιτέλους από το μπάνιο και μου χαμογελάς. Μόλις μου έδωσες ένα φιλάκι στο μάγουλο. Καλημέρα, μου ψιθύρισες μα απάντηση δεν πήρες. Είμαι βλέπεις αφοσιομένη σε αυτό το ποστάκι που πάω στοίχημα ότι καίγεσαι να μάθεις τι λέει. Κι όμως χαμογελάς κατεργάρη. Ξέρεις ότι την καλημέρα μου στην γράφω εδώ.

Ανάβεις το πρώτο τσιγάρο και ζηλεύω την έκφραση ευτυχίας στο πρόσωπό σου. Θα ανάψω ένα κι εγώ. Να, για να μάθεις! Με παρατηρείς εδώ και ώρα και νομίζεις ότι δεν το έχω καταλάβει, αλλά αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι κι εγώ με τη σειρά μου όλο κλεφτές ματιές σου ρίχνω. Ποιόν μαγικό συγγραφέα διαβάζεις πάλι; Τι ομορφιές περνούν από το κεφάλι σου; Γιατί μου χαμογέλασες τώρα; Σκέφτηκες κάτι ή ήταν απλά για να μου κλέψεις το χαμόγελο που δεν κατάφερα να μην σου ανταποδώσω; Μίλα καθαρματάκι μου, ξέρασέ τα όλα. Γιατί μπήκες έτσι στη ζωή μου και άρχισες να κλέβεις αγκαλιές, χαμόγελα και υποσχέσεις αγάπης; Από πού αντλείς την ευτυχία που μου χαρίζεις τόσο απλόχερα; Δε λυγίζεις εύκολα λοιπόν έ; Τίποτα δεν θα μου πεις. Καλά λοιπόν, ακλόνητη κι εγώ συνεχίζω το γράψιμο. Δε σε γράφω μα σου γράφω καρδούλα μου γιατί η παρουσία σου με κάνει να θέλω να φωνάξω. Κάθεσαι εκεί στον καναπέ, μυστηριώδης, και με παρατηρείς με ύφος παιδιού, σαν να με βλέπεις για πρώτη φορά.

Ξέρεις άραγε πόσο με τρελαίνει να με παρατηρείς ενώ γράφω; Να σε παρατηρώ ενώ διαβάζεις; Πόσο μαγικό είναι να έχεις βρει έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορείς να βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο και κάνοντας διαφορετικά πράγματα, να διατηρείται η αίσθηση ότι περνάτε το πρωινό σας μαζί! Αυτή η μυστήρια αίσθηση συντροφικότητας κάτι τέτοιες χειμωνιάτικες μέρες με σαγηνεύει όσο τίποτε άλλο. Ζεις την ζωή σου δίπλα σε έναν άνθρωπο που ζει την δική του, δεν παρεμβαίνεις, μήτε κι αυτός. Μα όταν θες να ξαποστάσεις, κάνεις μια παύση, κοιτάς και εμπνέεσαι από τις ομορφιές που δημιουργεί ο άλλος δίπλα σου, από την απλότητα μέσα στην οποία βρίσκει την χαρά της ύπαρξης. Κι έτσι μοιραία, γίνεται ο ένας μούσα του άλλου. και τα κομμάτια του χαρακτήρα και της ζωής σας αρχίζουν να συνδέονται μεταξύ τους, για να συνεχίσουν την περιστροφή τους ενωμένα, δημιουργώντας μία θαυμαστή ελικοειδή σπείρα. Σαν τις χρωμοσωμικές αλυσίδες του DNA. Σαν την πεμπτουσία της ζωής. Σαν έρωτας.

Friday, October 20, 2006

Μάτια που χωρίζονται, καρδιές που συναντιούνται


Η νύχτα είναι παγερή, μα για πρώτη φορά εδώ και αρκετές ημέρες ο ουρανός είναι ξάστερος και μυρίζει χειμώνα. Σε έναν παμπάλαιο σιδηροδρομικό σταθμό, ταξιδιώτες, υπάλληλοι και ζητιάνοι προχωρούν πέρα δώθε, βιαστικοί. Δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσεις ποιος είναι τι, εκτός και αν προσέξεις το βλέμμα στα μάτια τους. Γιατί του άρεσαν τόσο πολύ οι σταθμοί; Το είχε ξεχάσει τον τελευταίο καιρό, μα σήμερα θυμήθηκε πόσο απολάμβανε να βλέπει ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν, να ξεκινούν και να τερματίζουν ταξίδια. Ανθρώπους που δεν φοβούνται τις διαδρομές. Είχε πάντα τάσεις φυγής και τα ταξίδια του έδιναν μία αίσθηση ελευθερίας. Όχι μόνο τα δικά του, μα και των άλλων. Όταν έβλεπε ταξιδιώτες θυμότανε τον εαυτό του. Ταξίδευε συνήθως μοναχός, με κάποιο βιβλίο στο ένα χέρι, γραμμένο από ανθρώπους που είχαν ταξιδέψει περισσότερο από αυτόν, τσιγάρο η καφέ στο άλλο, και μια γαλήνη στα μάτια. Έκλεινε και το κινητό, να μην τον ενοχλήσουν. Αυτές οι στιγμές ήταν μοναχά δικές του. Και πριν ξεκινήσει, μα και όταν έφτανε, έπινε πάντα έναν καφέ στο σταθμό. Μόνος του, σιωπηλός παρατηρητής ανθρώπων στις ομορφότερες στιγμές τους.

Σήμερα δεν ταξίδευε. Σήμερα αποχαιρετούσε. Δεν την είχε γνωρίσει παρά μόνο λίγες μέρες πριν, μα ήταν σαν να την ήξερε χρόνια. Οι αποστάσεις τον κυνηγούσαν διαρκώς, κι έτσι σήμερα εκείνη έπρεπε να φύγει. Έφτασαν στον σταθμό μία ώρα νωρίτερα και αποφάσισαν να την περάσουν πίνοντας έναν αποχαιρετιστήριο καφέ. Δεν θα παρατηρούσε τον κόσμο σήμερα γιατί όλος ο κόσμος καθότανε απέναντι του και τον κοίταζε στα μάτια. Σε λίγο θα τους χώριζαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μα τώρα τους χώριζε μοναχά ένα μικρό τραπεζάκι. Δεν μίλησαν πολύ αλλά κοιτάζονταν συνέχεια. Η σιωπή επέτρεπε στα βλέμματα ν’ αγγίζονται στενότερα. Κι αυτά τα δύο βλέμματα ήταν σαν να περίμεναν μια ολόκληρη ζωή για να πέσουν τυχαία το ένα πάνω στο άλλο. Αυτά τα δύο βλέμματα είχανε πολλά να πουν. Μα τώρα, τι κι αν αυτός θα ορκίζονταν πως κάθισαν πριν από ένα λεπτό, η ώρα είχε κιόλας περάσει.

Με βαριά βήματα και με μισή καρδιά προχώρησαν αργά προς τις αποβάθρες. Της έδωσε χαρτομάντιλα για το δρόμο. Όχι για τα δάκρυα αλλά για το συνάχι που είχαν και οι δύο, το μοναδικό στοιχείο ρεαλισμού που υπήρχε αυτές τις υπέροχα ρομαντικές ημέρες. Έμειναν αγκαλιασμένοι μέχρι το τελευταίο λεπτό κι έπειτα αυτή ανέβηκε στο τρένο που θα την έπαιρνε μακριά του. Αυτός ακουμπισμένος σε ένα πεζούλι την κοίταζε. Το πρόσωπό της ήταν υπέροχο με το παράθυρο του τρένου για κάδρο. Σαν φωτογραφία. Σαν νοερή φωτογραφία θα την κράταγε αυτή την εικόνα, όχι για να την δείχνει στους φίλους του, μα για να την ξαναφέρνει στο μυαλό του κάθε φορά που θα χρειάζονταν ένα τσίμπημα ομορφιάς στην ζωή του.

Οι πόρτες του τρένου έκλεισαν κι αυτοί κοιτάζονταν ακόμη. Μα σε αντίθεση με άλλους αποχωρισμούς, εδώ δεν υπήρχε θλίψη στα πρόσωπα. Όλο αυτό ήτανε απλώς το τέλος μιας υπέροχης αρχής. Τα πάντα ξεκίναγαν τώρα. Αυτές οι στιγμές σε έναν βρομερό σταθμό του τρένου ήτανε στιγμές σταθμός για την ζωή του. Τα βαγόνια άρχισαν να χάνονται το ένα μετά το άλλο. Έφερε στην μύτη του το λαστιχάκι των μαλλιών που της είχε ζητήσει να του αφήσει, και παρόλο το συνάχι, μέθυσε ξανά από το άρωμά της. Τα χείλη του μειδίασαν. Τα μάτια του πλημμύρισαν από ελπίδα.

«Καλώς ήρθες στον κόσμο μου» σκέφτηκε. Και το χαμόγελό του πλάτυνε.

«Καλό μας ταξίδι»

Wednesday, September 27, 2006

A pleasant shade of Gray

Επιτέλους.

Επιτέλους βρέχει. Γκρίζα σύννεφα παντού, η μέρα αρχίζει μα το σκοτάδι παραμένει. Η μυρωδιά της υγρασίας, ο ήχος του νερού, πλημμυρίζουν το χώρο. Βρεγμένα μαλλιά κολλάνε στο πρόσωπο. Βρεγμένα ρούχα αγκαλιάζουν το σώμα. Κι εγώ σ’ ένα μικρό, παλιό, σάπιο μπαλκόνι, σε μια τεράστια, παλιά και λιγδιασμένη πόλη, βλέπω, ακούω, αισθάνομαι, μυρίζω, γεύομαι, χορεύω στη βροχή. Πανδαισία για όλες τις αισθήσεις.

Βρέχει, επιτέλους βρέχει. Το παλιό, βρόμικο τσιμέντο που γεμίζει την πόλη χάνει κάθε ίχνος ασχήμιας. Δένει με το γκρίζο του ουρανού και αποκτά μια ομορφιά θλιβερή, μελαγχολική και μαύρη. Δικιά μου. Σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία. Αποχρώσεις του γκρίζου παντού. Πάρα πολλές, εκατοντάδες ίσως, μα έχουν όλες κάτι από γκρι. Comptine d’ un autre ete – l’ après midi . Σαν τα μελαγχολικά βαλς της Amelie που ξεχύνονται από τα ηχεία μου. Σαν τις εκφάνσεις της ζωής.

O χρόνος ξέρει καλά τη δουλειά του και συνεχίζει να κυλάει. Στους ρυθμούς των βαλς, σήμερα η βροχή τον συνοδεύει. Οι δρόμοι πλένονται, τα σκουπίδια κυλούν και παρασέρνονται απ’ το νερό. Δεν υπάρχουν αμαρτίες που δάκρυα δεν μπορούν να τις ξεπλύνουν. Και σήμερα ο ουρανός είναι δακρυσμένος. Ταιριάζει με τον δικό μου. Θυμίζει παλιά ταξίδια που έκανα, όταν η ζωή μου είχε νόημα γιατί την μοιραζόμουν. Θυμίζει κρύο και μυρωδιά θάλασσας, βροχή και αέρα ένα κρύο βράδυ σε ένα σάπιο ferry boat, σε μια μεταμεσονύκτια πλεύση προς το Αντίριο. Θυμίζει άφιξη στα Γιάννενα, με μια αγκαλιά και μια καθαρή πετσέτα να περιμένουν. Ζεστά σερμπέτια, ζεστά φιλιά και ρακόμελο πικάντικο θυμίζει. Χιλιάδες πράγματα δικά σου, από τα μεγαλύτερα μέχρι τα πιο μικρά. Μα τούτο, το ένα, το πιο απλό απ’ όλα, η βροχή... Ήταν πάντοτε δικό μου. Δική μου συντροφιά, το δώρο που έφερνα μαζί μου όταν ερχόμουν, η μόνη ομορφιά που έμεινε μαζί μου όταν έφυγες. Και η μοναξιά πάντα ελαφραίνει όταν βρέχει. Γιατί έχω τον καιρό στο πλάι μου. Και τέτοιες μέρες, όταν κοιτάς έξω, βλέπεις τον κόσμο που άφησες. Τον δικό μου κόσμο.

Η πόλη ξυπνάει. Οι άνθρωποι περπατούν στους δρόμους, μα επιτέλους δεν έχουν ηλίθια χαμόγελα στα χείλη. Μερικο , λίγοι, πολύ λίγοι, χαμογελούν μελαγχολικά. Περπατούν γρήγορα, είναι σοβαροί, και για μία φορά στην ζωή τους κοιτάζουν χαμηλά. Είναι τόσο πολύ όμορφοι σήμερα... Πανέμορφοι. Τους βλέπω και αναρωτιέμαι πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος αν είχαμε τη σοφία να κοιτάμε πάντα χαμηλά. Δεν έχει σημασία. Κάποτε ήμουν βλάκας, μικρός και αλαζονικά ευτυχής. Είχαν πει τότε για μένα: «Μίλα στο Γειτωνάκο. Ο Γείτωνας είναι σοφός». Από τότε έπαθα πολλά. Από τότε έμαθα πολλά. Τους ξαναβρήκα και τους το είπα. Μάλλον περισσότερα απ’ όσα θα πρεπε είχα μάθει. Γιατί τώρα πια δε μου μιλούν. Δεν είμαστε έτοιμοι να ξέρουμε πολλά. Δεν είμαστε έτοιμοι να νιώθουμε πολλά. Μήτε να κοιτάμε χαμηλά είμαστε έτοιμοι. Να ‘ναι καλά η βροχή. Που μας το θυμίζει πού και πού.

Friday, September 22, 2006

Happy End







Tελικά

Είναι μύθος.


Αν είναι ευτυχισμένο,

Aπλώς δεν έγινε ακόμη,


Τέλος

Χωρίς τίτλο

Υπάρχει ένας άντρας. Ψηλός, αδύνατος, μικρός.
Και μια γυναίκα. Μια όμορφη γυναίκα.
Μία συνάντηση τους φέρνει κοντά.
Γνωρίζονται, αγαπιούνται, κάνουν έρωτα, μεγαλώνουν μαζί.
Ζουν μαζί. Για πολύ καιρό.
Υπάρχουν και άλλοι γύρω τους, μα εκείνος δεν τους βλέπει.
Πιστεύει ότι είναι οι δυο τους μόνο, και όλοι οι άλλοι έξω.
Εκείνη όμως βλέπει γύρω της.
Δεν είναι μόνοι τους, ο κόσμος είναι ακριβώς δίπλα.
Αρκεί ένα μικρό βήμα για να πάει.
Και πηγαίνει.
Στην αρχή δειλά, κρυφά, για να μην την καταλάβει.
Βηματισμοί ακέραιοι, σίγουροι. Όλη η ευθύνη πάνω της.

Αλλά εκείνος συνεχίζει να την αγαπά.
Και να την εμπιστεύεται.

Και είναι ακόμα σίγουρος ότι οι δυο τους συνεχίζουν να είναι μόνοι.
Μια μέρα ξυπνά και ανοίγει το παράθυρο.
Την βλέπει να στέκεται έξω χαμογελαστή.
Είχε μόλις περάσει για άλλη μια φορά κρυφά την πόρτα.
Θέλει να της μιλήσει, μα είναι μακριά της.
Αλλά δεν θα μπορούσε να της μιλήσει άσχημα.
Το μόνο που θα ήθελε να τη ρωτήσει είναι τι είδε έξω.
Όταν επιστρέφει τη ρωτά.
Η πόρτα κλείνει πίσω της.
Εκείνη δεν απαντά, μα του λέει μόνο όσα θα ήθελε να ακούσει.

Αλλά εκείνος συνεχίζει να την αγαπά.
Και να την εμπιστεύεται.

Thursday, September 21, 2006

You just don't remember

"It was you, it was me,
And we would last forever.
Any fool could see,
that we wereMeant to be
Without you, there is no meaning to My life.
You're gone and it cuts me likeA knife.
How could you leave me?

Why did you turn away,
Let your love fade away
and die.
You became so cold,
you made me feel so old.

When you left, you broke my heart
And just to see.
How many pieces there would be,
After you leave me.


You don't remember,
I'll never forget
You just don't remember,
I'll never forget



Για κάθε απειροελάχιστα πιθανή συγκυρία

Σε κάθε διάττοντα αστέρα

Σε κάθε άγνωστο Θεό

Με κάθε κομμάτι της καρδιάς μου

Δεν αντέχω άλλες προσευχές.

Τα βλέφαρα βαραίνουν

Όσο κι αν την έχω ανάγκη αυτή την αγκαλιά,

Στ' αποψινά μου όνειρα

Μην τολμήσεις να με βρεις.


Καληνύχτα







Monday, September 11, 2006

Διάλογοι

-Νομίζεις δηλαδή ότι πέτυχες κάτι με το να αυτοδιαγραφείς και να ξαναεγγραφείς στο Τριαγώνια;
-Κοίταξε, το σκεφτόμουν πολύ καιρό τώρα, είχα την ελπίδα ότι με το να ξεκαθαρίσω πράγματα που δεν πηγαίνουν καλά στη ζωή μου θα λυτρωθώ από την άσχημη περίοδο που περνώ αυτόν τον καιρό.
-Και, λυτρώθηκες;
-Προφανώς όχι. Ο λόγος που δεν μπορούσα να συμμετέχω ενεργά στο Τριαγώνια φυσικά και δεν ήταν αυτός που ανέφερα στο post της αποχώρησής μου. Και, μαζεύτηκαν τόσα πολλά, που...
-Που;
-Που άρχισα να ρίχνω ευθύνες παντού. Να με ενοχλούν τα πάντα. Τα ορθογραφικά λάθη των bloggers, οι απανταχού blogoγειτονιές, οι σχέσεις μεταξύ τους...
-Και γιατί δεν το συζήτησες με τα άλλα δύο μέλη, προτού αποχωρήσεις;
-Γιατί ήμουν σίγουρος ότι δεν θα βγάζαμε άκρη. Είμαι τόσο άσχημα αυτόν τον καιρό που και το πιο απλό θέμα συζήτησης με τσιτώνει.
-Θέλεις λίγο να μου πεις γιατί είσαι άσχημα;
-Ε, η εξεταστική, τα προσωπικά μου... αυτά.
-Και νομίζεις πως είσαι ο μόνος που έχει αυτόν τον καιρό προβλήματα με την εξεταστική και... τι άλλο μου είπες; Α, ναι, τα προσωπικά.
-Φυσικά και όχι.
-Οπότε, όποιος έχει προσωπικά προβλήματα, να αποχωρεί από το blog του, και να νομίζει πως έτσι θα διορθωθούν.
-Σε παρακαλώ, δεν είναι έτσι...
-Έτσι είναι, Στάσυμ. Λοιπόν, πήγαινε πίσω στο Τριαγώνια, και δες το λίγο διαφορετικά.
-Μα, θα με δεχτούν πίσω;
-Τι είναι δηλαδή το Τριαγώνια, καμιά περίεργη μυστική οργάνωση που θέλει ειδικές διαδικασίες για την αποδοχή των μελών της;
-Όχι, αλλά...
-Καλή επιστροφή.
-Καλώς σας βρήκα.

Saturday, September 09, 2006

Πόσο πάει;


Η ώρα είναι 5:30 μμ. Κατηφορίζω στην Αγγελάκη η οποία είναι ήδη κλειστή και έχουν αρχίσει να γίνονται οι προετοιμασίες για την σημερινή πορεία. Στο αριστερό πεζοδρόμιο μετράω 7 αστυνομικά λεωφορεία. Στα δεξιά έχουν αρχίσει να μαζεύονται οι Αστυνομικές δυνάμεις. Άλλοι με μπλε και άλλοι με πράσινες στολές κάθονται στα πεζούλια ενώ μπροστά τους έχουνε ακουμπήσει τον εξοπλισμό. Κλείνω λίγο το οπτικό μου πεδίο και βλέπω πλέον μια σειρά από λευκά κράνη, γκλομπ, ασπίδες και αλεξίσφαιρα. Στο κέντρο του δρόμου αγκαλιασμένοι, χαμογελαστοί φοιτητές και φοιτήτριες πηγαίνουν προς το σημείο συγκέντρωσης για την έναρξη της πορείας. Προχωρώντας λίγο πιο κάτω, βλέπω άλλα 8 λεωφορεία και ήδη έχουν αρχίσει να μου φαίνονται πάρα πολλά για ένα οικοδομικό τετράγωνο. Στρίβω κάτω στην λεωφόρο Στρατού(όνομα και πράμα σήμερα) και βλέπω άλλα 25 πριν σταματήσω το μέτρημα....

Πιάστηκε η καρδιά μου, ανέβηκαν οι παλμοί μου, με έπιασε ένα σφίξιμο στο λαιμό. Εικόνες από παλιότερες πορείες άρχισαν να ξαναπερνούν μπροστά απ’ τα μάτια μου. Τι θα γίνει πάλι απόψε; Πόσα περιστατικά ωμής, εν ψυχρώ βίας θα έχουμε; Πόσες συγκρούσεις μεταξύ πολιτών και δυνάμεων καταστολής; Μεταξύ ανθρώπων και ανθρώπων; Πόσους «ελαφρά τραυματισμένους» θα μετρήσουμε στο τέλος της βραδιάς; Πόσους βαριά; Πόσα κεφάλια ανθρώπων θα ανοίξουν σήμερα; Πόσα χτυπήματα από γκλομπ θα έχουν δεχθεί; Πόσοι αστυνομικοί θα πληρωθούν και πόσα σπίτια θα κλείσουν; Πόσοι ξύπνησαν σήμερα, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, με μικρές χαρές και μικρά προβλήματα σαν εμένα; Πόσοι δεν θα γυρίσουν το βράδυ σπίτι τους;Που θα ξυπνήσουν αύριο; Σε ποιό νοσοκομείο, σε ποιό κρατητήριο, σε ποια μονάδα εντατικής θεραπείας; Πόσες μητέρες θα κλάψουν; Πόσοι ερωτευμένοι θα δουν ότι πιο πολύτιμο έχουν στον κόσμο,τον άνθρωπό τους, αιμόφυρτο και δεν θα μπορούν να κάνουν τίποτα; Πόσοι άνθρωποι δεν θα λυπότανε ακόμα και ένα πληγωμένο γατάκι στο δρόμο; Γιατί δεν θα το σκεφτούν αυτό όταν θα κατεβάζουν το οπλισμένο χέρι τους πάνω σε ένα ακάλυπτο, ανθρώπινο κεφάλι;

Σήμερα θα μιλήσει ο πρωθυπουργός. Σήμερα θα μάθουμε τι μας επιφυλάσσει το αύριο. Σήμερα θα αντιδράσουμε σε αυτό. Κάποιοι θα τραυματιστούν, και κάποιοι θα πλουτίσουν. Και τα ερωτήματα αρχίζουν να με βομβαρδίζουν και πάλι. Πόσοι «δημοσιογράφοι» δεν θα αφήσουν ούτε για ένα δευτερόλεπτο την κάμερα βοηθώντας κάποια άτυχη κοπέλα που θα ποδοπατείται (η θα ξυλοκοπείται), για να εισπράξουν αύριο μία χοντρή επιταγή; Πόσοι γιατροί θα ζητήσουν φακελάκια για να την χειρουργήσουν μετά; Πόσο συνάλλαγμα θα αφήσουν τα άτυχα σημερινά θύματα σε αυτήν την πόλη; Πόσοι Αστυνομικοί θα ήθελαν να είναι από την άλλη πλευρά της πορείας αλλά δεν το κάνουν για να μην χάσουν την δουλεία τους; Πόσοι διαδηλωτές δεν θα ήθελαν να είναι στην πορεία, αλλά πρέπει να πρωτοστατήσουν για λόγους image; Πόσοι είναι «αληθινοί» και πόσοι είναι απλές πουτάνες, που ξεπουλιούνται παίζοντας αυτούς τους ρόλους σήμερα, για λίγα χρήματα ή για μια «δημόσια εικόνα» και λιγάκι δόξα; Για μία καλύτερη θέση στο Αστυνομικό σώμα ή στις φοιτητικές κομματικές παρατάξεις; Και ποιοι στην ουσία κρύβονται πίσω από τις συγκρούσεις που θα γίνουν; Απλοί πολίτες ή μήπως το γνωστό πεντάγωνο: γνωστοί/άγνωστοι-αστυνομία-εφοπλιστές-ΜΜΕ-πολιτικοί;

Γιατί συμβαίνουν κάθε φορά όλα αυτά; Για ποιες αξίες; Είναι ή δεν είναι η Ανθρώπινη Ζωή το μόνο πράγμα που έχουμε, το μόνο πράγμα που δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε, το μόνο πράγμα που αν χάσουμε, όλα τα άλλα παύουν να υπάρχουν; Είναι ή δεν είναι η Ανθρώπινη Ζωή η υπέρτατη αξία; Πόσο την κοστολογείτε; Πείτε μου. Θέλω να ξέρω πόσο πάει. Αλήθεια σας λέω. Αν μπορούμε έστω και να εξαγοράσουμε την ανθρωπιά σας, θα προσπαθήσουμε να το κάνουμε. Τι σκατά και ΠΟΣΑ θέλετε να μαζέψουμε και να σας δώσουμε για να προσπαθήσετε να καταστρέψετε λίγες ζωές λιγότερες αυτή τη φορά;

Thursday, September 07, 2006

Καλή συνέχεια...

Με αυτό το τελευταίο μου post θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον Ισοβίτη και το Γείτωνα για το blogάκι που διατηρούμε το τελευταίο δίμηνο. Τον τελευταίο μήνα, αν και μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να γράψω κάποιο post, δεν είχα την απαραίτητη διάθεση να συντάξω τις σκέψεις μου σε κείμενο. Άλλωστε πάντοτε προτιμούσα να χρησιμοποιώ διάφορους και διαφορετικούς τρόπους έκφρασης.
Έτσι κρίνω ότι δεν υπάρχει λόγος να βρίσκομαι άλλο σε αυτή τη μικρή γειτονιά που δημιουργήσαμε. Καλή συνέχεια στους δυο σας, υπόσχομαι ότι θα επανέρχομαι με comments σε post δικά σας, αλλά και φίλων από τη blogoγειτονιά.

Wednesday, September 06, 2006

Ανοήτων χαρτογράφησις


Αγαπητοί και πανέξυπνοι αναγνώστες μου, έχετε σκεφτεί ποτέ πόση δύναμη ασκούν πάνω μας οι ηλίθιοι; Εάν νομίζετε πως θα μπορείτε να τους αποφεύγετε πάντοτε, τότε θα σας επιστήσω την προσοχή και θα σας αναφέρω πως η κοινωνία και ο κόσμος γενικότερα βρίθει από βλάκες, ηλίθιους, ανώριμους και πνευματικά παράλυτους ανθρώπους. Μια βόλτα στην πόλη εξάλλου θα σας πείσει για τα γραφόμενά μου και για το γεγονός πως αυτή η υπερ-συγκέντρωση νοητικής ανικανότητας δεν μπορεί παρά να έχει αρνητικό αντίκτυπο και σε εμάς τους απλούς, καθημερινούς, ιδιαιτέρως ευφυείς ανθρώπους.

Όλοι αυτοί λοιπόν που χρησιμοποιούν τον εγκέφαλό τους ως έρμα για να μην παίρνει ο αέρας το κεφάλι τους, διαβρώνουν και καταστρέφουν συστηματικά την δική μας ζωή. Ας μη γελιόμαστε: Η μάστιγα της επάρατης βλακείας δεν περιορίζεται μόνο στον κύκλο των αγνώστων αλλά επεκτείνεται και στους γνωστούς, στους φίλους ακόμα και στους συγγενείς. Σε αυτό το γεγονός μάλιστα οφείλεται και η ιδιαίτερη αρνητική επίδραση που αναφέραμε πιο πάνω, αφού κανείς δεν πιστεύει ή δεν θέλει να πιστέψει πως ο συνάνθρωπός του είναι γνησίως βλάκας, ένας βλάκας με περικεφαλαία που περιφέρεται ως άχθος επί της Γης. Αυτή η άρνηση αντίληψης της πραγματικότητας (κυρίως για λόγους συμπόνιας θέλω να πιστεύω) μας φέρνει κάθε φορά προ εκπλήξεων μιας και δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως το ίδιο άτομο είναι «ικανό» για συνεχόμενες πράξεις ανόθευτης ηλιθιότητας. Κάθε φορά με νουθεσίες και συμβουλές τον φέρνουμε στο σωστό δρόμο μόνο και μόνο για να κυλιστεί στο βούρκο της ανοησίας την επόμενη κιόλας στιγμή, και εμείς να απογοητευτούμε για όλη την ενέργεια που ξοδέψαμε, τις ελπίδες που εναποθέσαμε και το χρόνο που χάσαμε μαζί του αλλά και να υποστούμε τις άμεσες συνέπειες που έχει η βλακεία επάνω μας. Όμως ποιος μπορεί να αντισταθεί σε αυτά τα μάτια, τα μεγάλα και στρογγυλά (σαν του ροφού) όταν μας κοιτάνε με απορία και μας ρωτάνε για το ποιο είναι το λάθος και μας ενημερώνουν ταυτόχρονα ότι όλα έγιναν σωστά και στο κάτω-κάτω το λάθος είναι δικό μας… Ο Ηλίθιος είναι και αξιωματικά αλάνθαστος.

Το αποτέλεσμα λοιπόν όλων αυτών μπορεί να συνοψιστεί σε μια παρομοίωση: Στη δημοκρατία των τυφλών, ο μονόφθαλμος θα πάρει τα … μου !

Όνειρα γλυκά















Για χρόνια τώρα το βλέμμα κενό,
Στυλωμένο σε σκέψεις μακρινές.
Προσπερνα τις εικόνες, το πληγώνουν.
Αποφεύγει τα όνειρα.Δεν κράτησαν ποτέ

Πολύ μικρό για να ζει με αναμνήσεις
Πολύ μεγάλο για εφηβικές επιθυμίες
Πλανάται κάπου ανάμεσα χαμένο
Πολύ νωρίς, πολύ αργά, λες κι έχει σημασία.

Γι’ άλλη μια φορά βαραίνει, κουρασμένο
Γι’ άλλη μια φορά σκοτώθηκε η ώρα
Στο παράθυρο διακρίνει φώς, ξεμένει από νύχτα
Μην έχοντας που να πιαστεί, και πάντα άδειο
Σβήνει και πάλι, καρφωμένο στο κενό.
Και πάλι ματωμένο.

Καληνύχτα σας

Tuesday, September 05, 2006

Κατερίνα


Το αμάξι άρχισε σταδιακά να κόβει ταχύτητα μέχρι που ακινητοποιήθηκε εντελώς. Λίγο μπροστά του, στη μέση του δρόμου ήταν ξαπλωμένο ένα γατάκι. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 2 μηνών, πανέμορφο και κατάμαυρο με μεγάλα εκφραστικά μάτια, έμοιαζε να απολαμβάνει ευτυχισμένο τον ήλιο του πρωινού . Ο οδηγός, γύρω στα τριάντα, φαίνονταν εξαιρετικά βιαστικός. Μάλλον πήγαινε στη δουλειά. Μαρσάρισε δύο τρείς φορές μα το γατάκι καθότανε και κοίταζε το αυτοκίνητο ατάραχο.

Η πίεση πάνω στο φρένο μειώθηκε και το αυτοκίνητο άρχισε να τσουλάει στην κατηφόρα. Το γατάκι άρχισε να χάνεται κάτω από τον προφυλακτήρα και στη συνέχεια το κατάπιε ο τεράστιος όγκος του αμαξιού. Το αμάξι συνέχισε να κατηφορίζει και το γατάκι συνέχισε να παραμένει ακίνητο, μα κάπου στο ενδιάμεσο τρόμαξε και προσπάθησε να τρέξει προς τα δεξιά. Η ρόδα, γιγαντιαία σε μέγεθος μπροστά στο άμοιρο πλασματάκι, το πέτυχε, το αιχμαλώτισε πάνω στην άσφαλτο και περισσότερα απο εφτακόσια κιλά πέρασαν απο πάνω του. Οι αναρτήσεις και η αναισθησία του νέου έκαναν καλά την δουλειά τους και έτσι συνέχισαν την πορεία τους παρέα, με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα δείχνοντας να μην έχουν καταλάβει τι είχε συμβεί.

Πίσω στην κρύα άσφαλτο ένα γατάκι κυλιότανε, σφαδάζοντας από τους πόνους καθώς αργοπέθαινε, πριν καν αρχίσει να γνωρίζει την ζωή. Στην γωνία του πεζοδρομίου αυτή η σκηνή αποθανατίζονταν. Καταγράφονταν στο μυαλό ενός αυτόπτη μάρτυρα, στα τρομαγμένα μάτια ενός κοριτσιού μόλις εφτά χρόνων, που δεν τολμούσε να πλησιάσει το γατάκι. Σαστισμένη, ακινητοποιημένη απο τον φόβο, συνέχισε να το κοιτάζει να αργοσβήνει, αδυνατώντας να καταλάβει την σκληρότητα του ανθρώπου που μόλις είχε καταστρέψει μία ζωή. Δύο μάτια έσβηναν. Δύο μάτια συνέχιζαν να κατηφορίζουν αδιαφορώντας. Και δύο μάτια θα έμεναν στιγματισμένα για πάντα.

Τα χρόνια πέρασαν και η μικρή Κατερινούλα μεγάλωσε και άλλαξε πολύ. Από εκείνη, τη μακρινή, ειρωνικά ηλιόλουστη μέρα όμως της είχε μείνει μία ασυνηθιστη ευαισθησία για τη ζωή. Αθεράπευτα ρομαντική, οδηγούσε χαμένη στις σκέψεις της όπως συνήθιζε, όταν στο κέντρο της λεοφόρου είδε την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Ένα κατάμαυρο γατάκι ήταν ξαπλωμένο τεμπέλικα στο μέσον της λωρίδας. Θα μπορούσε να το έχει αποφύγει εύκολα, αλλάζοντας λωρίδα, μα είχε δει, και δεν είχε ξεχάσει, τι καταστροφή μπορούσε να προκαλέσει η αδιαφορία των ανθρώπων. Άναψε τα αλάρμ και έκοψε ταχύτητα. Το αμάξι πλησίασε το γατάκι προσεκτικά και όταν η Κατερίνα είδε ότι ο μαύρος μπόμπιρας δεν είχε καμία πρόθεσε να σηκωθεί, σταμάτησε εντελώς και βγήκε έξω.

Πλησίασε προσεκτικά, για να μην το τρομάξει, έσκυψε από πάνω του και το χάιδεψε. Το πήρε στην αγκαλιά της, και αυτό έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και άρχισε να γουργουρίζει ευτυχισμένο, ανταποκρινόμενο στα χάδια της. Με μία γρήγορη ματιά διαπίστωσε ότι δεν ήταν πληγωμένο πουθενά και χαμογέλασε.

«Γεία σου, είμαι η Κατερίνα» του είπε χαρούμενα. Έσκυψε στο κοντά στο κεφάλι του και πολύ πολύ σιγά του ψιθύρισε:
«Έισαι ένα πανέμορφο και πολύ τυχερό γατάκι. Θα ζήσεις μία μεγάλη ζωή και θα φέρεις καινούρια ζωή στον κόσμο. Πρέπει όμως να μάθεις να είσαι λιγάκι πιό προσεκτικό.» Και με το υπέροχο αυτό πλασματάκι να γουργουρίζει και να τεντώνεται στην αγκαλιά της, προχώρησε προς το πεζοδρόμιο.

Το Κατερινάκι δεν πρόλαβε να δει τι το χτύπησε. Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί για ποιό λόγο ο μοτοσυκλετιστής είχε επιλέξει να περάσει ένα σταματημένο αυτοκίνητο από τα δεξιά. Όλα γύρω της θόλωσαν αστραπιαία. Οι ήχοι της λεοφόρου άρχισαν να ακούγονται τρομερά μακρινοί. Λένε ότι καθώς ξεψυχούν οι άνθρωποι, όλη τους η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια τους. Μα το μόνο που πρόλαβε να δεί η Κατερινούλα ήταν ένα μαύρο γατάκι να τρέχει τρομαγμένο προς το πεζοδρόμιο.

Tuesday, August 29, 2006

Μια όμορφη ματιά πάνω στον άνθρωπο


Οι τελευταίες μέρες είναι αρκετά δύσκολες. Μετά από ένα υπέροχο αλλά ελάχιστο καλοκαίρι, αναγκάστηκα να αφήσω πίσω μου 2 ανθρώπους πάρα πολύ σημαντικούς για μένα χωρίς να ξέρω αν και πότε θα τους ξαναδώ (βλεπε προηγούμενο ποστ). Τους άφησα για να έρθω εδώ και να αφωσιωθώ στην εξεταστική περίοδο. Ταυτόχρονα φιλοξενώ τη μάνα μου η οποία φροντίζει διαρκώς να μην υπάρχει δευτερόλεπτο ηρεμίας στο σπίτι, επιστρατεύοντας οποιοδήποτε παραπάτημα έχω κάνει τα τελευταια 20 χρόνια για να με μειώνει και να με κάνει να αισθάνομαι τύψεις (νομίζει ότι έτσι θα διαβάσω περισσότερο).
Πριν λίγες μέρες όμως άρχισαν τα πάντα να πηγαίνουν στραβά.

Στο πρώτο μάθημα τα πήγα ΣΚΑΤΑ και αποφάσισα να πέσω με τα μούτρα στη μελέτη. Ταυτόχρονα η φιλοξενούμενη μου αποφάσισε να εξαντλήσει πάνω μου όλη τη φορτικότητα που δεν τολμάει να εξαντλήσει στον άντρα της. Η μία από τους δύο ανθρώπους που ανέφερα πρίν φεύγει σε λίγο για Αγγλία και αυτο με θλίβει πάρα πολύ, ενώ ταυτόχρονα ο δεύτερος βρίσκεται στα χαρακώματα ενός έρωτα που έχει μετατραπεί σε πόλεμο. Δεν μπορούν να είναι εδώ για μένα, δεν μπορώ να είμαι εκεί γι αυτούς. Αφ’ ενός μέσα από τον χωρισμό του δεύτερου, και αφ’ ετέρου διαπιστώνοντας για πολλοστή φορά ότι ακόμη και η ίδια μου η μάνα δεν πιστεύει σε μένα, ξυπνούν και πάλι τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ενός δικού μου χωρισμού που εδώ και δύο χρόνια δεν έχω καταφέρει να ξεπεράσω. Μα τα προβλήματα δεν είναι ποτέ αρκετά. Έτσι, ενώ ξεδίναμε σε ένα μικρό καυγά με την Μανταλένα, κάποιος/α/οι κανουν δύο σχόλια με το όνομά μου και αρχίζει ο πανικός στο bloghood.

Για άλλη μια φορά η πίστη μου στους ανθρώπους κλονίζεται. Οικογένεια, φίλοι, εραστές, γνώστοι και άγνωστοι δεν χάνουν την ευκαιρία να παρατήσουν, να πληγώσουν, να απαξιώσουν. Ο τελευταίος καυγάς με την γυναίκα που με έφερε στον κόσμο, χθες το βράδι, με άφησε πληγωμένο και αποδεκατισμένο. Δεν είχα κουράγιο μετά τα τελευταία ούτε στο blog μου να στραφώ.Καταριόμενος τους πάντες και κυρίως την άλλη σημαντική γυναίκα της ζωής μου, τη γυναίκα που είχα αγαπήσει πριν απο κάποια χρόνια, τη γυναίκα που είχε καταφέρει να με πείσει ότι πίστευε σε μένα, για να εξαφανιστεί λίγο αργότερα απο τους ορίζοντες μου,στράφηκα στο διάβασμα. Και έτσι αναπάντεχα έπεσα πάνω στον Carl Rogers.

Για όσους δεν τον γνωρίζουν ήδη, ο Rogers είναι ένας από τους μεγαλύτερους ψυχοθεραπευτές του περασμένου αιώνα, με ανεκτίμητη συμβολή στον κλάδο της Ψυχολογίας. Πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση καλοί. Τόσο απλά. Διαβάζοντας για τις θεωρίες του το μάτι μου κόλλησε πάνω στην εξής φράση:

"Γνωρίζω καλά ότι για λόγους άμυνας και ενδόμυχων φόβων τα άτομα μπορούν και πράγματι συμπεριφέρονται με απίστευτη σκληρότητα, με τρόπο τρομερά καταστροφικό, ανώριμο, πρωτόγονο, αντικοινωνικό και επιβλαβή. Κι όμως, το πιο συγκλονιστικό και δημιουργικό μέρος της δουλειάς μου είναι να ασχολούμαι με τέτοια άτομα και να ανακαλύπτω στα κατάβαθα της ψυχής τους τις έντονα θετικές τάσεις που υπάρχουν μέσα τους, όπως σε όλους μας."

Τόσο απλά, μέσα σε μία μικρή παράγραφο, ο Rogers μας δίνει έναν διαφορετικό τρόπο να κοιτάμε τον κόσμο. Οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, είναι καλοί.Το θέμα τελικά δεν είναι αν μας πληγώνει κάποιος αλλά το γιατί επιλέγει να μας πληγώσει. Αν μπορέσουμε να κοιτάξουμε μέσα από τα μάτια του μπορούμε να τον καταλάβουμε. Αν τον καταλάβουμε μπορούμε να τον συγχωρέσουμε. Και άν καταφέρουμε να συγχωρέσουμε τους ανθρώπους που μας πλήγωσαν, που μας παράτησαν, που μας κατέστρεψαν, τότε ίσως στο τέλος να μπορέσουμε να καταλάβουμε και να συγχωρέσουμε και τον εαυτό μας.

Είδα το χαμόγελο στο πρόσωπο αυτού του ανθρώπου σε μία μικρή φωτογραφία του και τον πίστεψα. Τον πίστεψα γιατί είχα ανάγκη να τον πιστέψω, και αποφάσισα να δω τα πράγματα μέσα από ένα διαφορετικό πρισμα. Έπεσα για ύπνο εφαρμόζοντας αυτά που είχα διαβάσει, πάνω στην απουσία της. Και παραδόξως αυτή τη φορά δεν ήρθε να στοιχειώσει τα όνειρά μου. Και θυμήθηκα πως είναι να κοιμάσαι ήρεμα.

Σήμερα το πρωί κοιτώντας τον καθρέφτη μου ξέφυγε ένα χαμόγελο. Το πρόσωπο μου ήταν το ίδιο κουρασμένο μα κάτι είχε αλλάξει. Η παραίτηση που θα μπορούσε κανείς να διακρίνει στα μάτια μου τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν εκεί. Για πρώτη φορά τα είδα να λάμπουν λιγάκι. Αποφάσισα να γράψω αυτό το ποστ.

Αποφάσισα να μοιραστώ αυτή τη λάμψη και αυτό το χαμόγελο μαζί σας

Saturday, August 19, 2006

Καλό ταξίδι


Θα σας πω μία ιστορία για τρεις ανθρώπους, δύο άνδρες και μία γυναίκα, που πρωταγωνιστούν σε μία ταινία καταστροφής. Εδω και πολλά χρόνια περιπλανούνται μόνοι τους μέσα στο χάος, ανάμεσα σε εκατοντάδες ζόμπι που τους κυκλώνουν ψάχνοντας απεγνωσμένα για κάποιον επιζήσαντα. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης άλλων ατόμων που μπορούν ακόμη να θέλουν, να αισθάνονται και να σκέφτονται, αυτοί οι τρεις είχαν ξαναϊδωθεί στο παρελθόν. Μα καθώς ήταν περικυκλωμένοι από πλήθος ηλιθίων, δεν μπορούσαν με ασφάλεια να αναγνωρίσουν αν είχαν απέναντι τους έναν άνθρωπο ή ακόμη μία βλαμμένη βδέλλα που περίμενε να την πλησιάσουν για να γαντζωθεί επάνω τους. Έτσι είχαν προτιμήσει να μείνουν μακριά.

Όμως το φετινό καλοκαίρι κάτι άλλαξε. Διστακτικά στην αρχή, άρχισαν να προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο, και δεν άργησε να δημιουργηθεί μία απαράμιλλη χημεία μεταξύ τους. Ακoλούθησαν δυόμιση ονειρικές εβδομάδες, στιγματισμένες από στιγμές βαθειάς επικοινωνίας, χαράς αλλά και θλίψης καθώς ο καθένας, μέσω των υπόλοιπων, γνώριζε καλύτερα τον εαυτό του. Σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου, οχυρωμένοι οι τρεις τους απέναντι στους καθυστερημένους κατοίκους του, ξαναβρήκανε την πίστη τους απέναντι στην φιλία. Μία πίστη που παλιά στηριζότανε στην αθωότητα, και είχε χαθεί μαζί της εδώ και πολλά χρόνια, τώρα επέστρεψε και χτίσθηκε από την αρχή. Πάνω σε πολύ δυνατότερα θεμέλια. Στα θεμέλια μίας εμπειρίας πρωτόγνωρης και για τους τρεις.

Αλλοίμονο, οι δυόμισι εβδομάδες περνούν πολύ γρήγορα. Και οι εν λόγω άνθρωποι είχαν πάρει αποφάσεις για την ζωή τους πολύ πριν ανακαλύψουν ο ένας τον άλλο. Έτσι τώρα έμελε να χωρίσουνε οι δρόμοι τους, για να μην ξανασυναντηθούν ίσως ποτέ. Ένας θα έμενε στο νησί, η άλλη θα έφευγε για Αγγλία, ο τρίτος για την συμπρωτεύουσα. Με νύχια και με δόντια κατάφεραν να πάρουν τρεις ακόμη μέρες παράταση, μα πέρασαν κι αυτές και ήρθε το σημείο μηδέν: η μέρα που έπρεπε να φύγει ο πρώτος. Η αρχή του τέλους. Τις τελευταίες λίγες ώρες τους αποφάσισαν να τις περάσουν μαζί, και έτσι απλά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο οι δύο τσακώθηκαν. Και χώρισαν έτσι, μαλωμένοι, θυμωμένοι χωρίς κανείς τους να ξέρει γιατί. Ίσως να ήταν ευκολότερο έτσι. Η θλίψη και το βάρος του αποχωρισμού απαλύνονταν από τον θυμό. Μα δεν κράτησε κι αυτό πολύ. Δευτερόλεπτα μόνο μετά το τελικό αντίο, λίγες στιγμές μετά τον ήχο της πόρτας του αμαξιού που έκλεινε, συνειδητοποίησαν και οι δύο πόσα έχαναν αυτή την ώρα. Και τα βλέμματα μαλάκωσαν ξανά. Μα οι τελευταίες στιγμές που είχαν και οι τρεις είχαν χαθεί.

Λίγα λεπτά αργότερα, το ίδιο πλοίο που είχε φέρει στο νησί έναν άνθρωπο απελπισμένο, απογοητευμένο, έναν άνθρωπο που στα εικοσιτέσσερα του ζούσε μοναχά με αναμνήσεις, χωρίς καμία προσδοκία από το μέλλον, ετοιμαζότανε να τον πάρει πίσω. Μα τώρα έπαιρνε έναν άνθρωπο με νέες εικόνες, νέα όνειρα, πλημμυρισμένο από μία πρωτοφανή, γι αυτόν, αισιοδοξία. Έναν άνθρωπο που ενώ για χρόνια απαντούσε με ένα ξερό "σε τίποτα" όταν τον ρώταγαν σε τι πιστεύει, ήταν τώρα έτοιμος να πει: "στον άνθρωπο πιστευω". Το πλοίο φυσικά δεν παραξενεύτηκε από την αλλαγή. Δεν ήτανε αυτή η δουλειά του. Η δουλειά του ήταν απλά να σηματοδοτεί φυγές, τέλη και νέες αρχές. Και ήταν έτοιμο να την κάνει ακόμη μία φορά. Στην κουπαστή τώρα, δυο μάτια κοιτάζουν στο κενό. Σμιχτά φρύδια και σφιγμένα χείλη προσπαθούν να πνίξουν έναν κόμπο στο λαιμό. Ένας χείμαρρος από εικόνες των τελευταίων ημερών περνάει από το μυαλό του και ο κόμπος μεγαλώνει με κάθε σφύριγμα του πλοίου καθώς η τελευταία άγκυρα σηκώνεται. Η υγρασία στα μάτια και το σφίξιμο στα χείλη τραβούν την προσοχή μιας συνταξιδιώτισσας. «Δύσκολο πράγμα να φεύγεις» του λέει.

Όχι κούκλα μου, δεν είναι δύσκολο να φεύγεις. Το δύσκολο είναι να ξέρεις ότι δεν θα ξαναγυρίσεις. Το δύσκολο είναι να ξέρεις ό,τι όσο και να το θες, δεν θα έχεις πού να ξαναγυρίσεις, διότι όλα όσα έζησες, και άξιζαν κάτι, ορίστηκαν από τυχαίες συνθήκες που δεν υπάρχουν πια. Να χτίζεις με φροντίδα ένα μικρό καταφύγιο, έναν ορμίσκο, ένα απειροελάχιστο λιμανάκι μετά από τόσα χρόνια, και να βλέπεις τον χρόνο να στο γκρεμίζει με ατσαλένιους καταπέλτες μόλις αναγκάζεσαι να σηκώσεις τις άγκυρές σου για λίγο. Αυτό είναι το δύσκολο.

Μα τα μάτια παρέμειναν απλανή, και τα χείλη παρέμειναν σφιγμένα και το μόνο που βγήκε προς τα έξω ήταν ένα μικρό νεύμα του κεφαλιού. Αυτή η στιγμή ανήκε μοναχά σε τρεις ανθρώπους. Σε τρεις μοναχικές μελαγχολικές σιωπές που, από τρία διαφορετικά πλέον μέρη, ενώνονταν κοιτάζοντας στο ίδιο σημείο. Και κανένας, και καμία δεν θα έμπαινε ανάμεσα τους. Αυτές οι στιγμές σιωπής ήταν φόρος τιμής σε μία μαγεία που έσβηνε για πάντα.

Ελάχιστα λεπτά αργότερα, ο πρώτος της παρέας κάνει στο ραδιόφωνο την πιο μελαγχολική εκπομπή της ζωής του, κοιτάζοντας μέσα από ένα ελάχιστο παραθυράκι ένα μικρό κομμάτι ουρανού. Η δεύτερη ακούει την εκπομπή σιωπηλά στον κήπο της ανάμεσα στα δέντρα, ατενίζοντας τα φύλλα που στέγαζαν τις απογευματινές τους συναντήσεις. Ο τρίτος δεν έχει ράδιο, μα είναι σαν να ακούει και αυτός την εκπομπή. Στέλνει ένα μήνυμα στον πρώτο, ζητάει ένα αποχαιρετιστήριο κομμάτι, και με το βλέμμα στη θάλασσα γράφει αυτό εδώ το κείμενο. Καθένας τους λέει αντίο με τον δικό του τρόπο. Έξι βουρκωμένα μάτια, έχουν συνωμοτήσει και κάθε ζευγάρι είναι πλέον καρφωμένο στο ένα τρίτο από αυτά που μέχρι πριν από λίγο απολάμβαναν όλοι μαζί.

«Μην αλλάξεις ποτέ»

Έχω βαρεθεί να ακούω τέτοιες ευχές από ανθρώπους που ξέρω. Μα σε αυτή την παρέα δεν ειπώθηκε τίποτα παρόμοιο. Μην τολμήσετε να μην αλλάξετε, θέλω να τους φωνάξω εγώ. Εξελιχθείτε. Ωριμάστε, ανεβάστε τον πήχη των απαιτήσεών σας. Κυνηγήστε ακόμη ομορφότερες στιγμές με ακόμη ομορφότερους ανθρώπους. Μεταβιβάστε την μαγεία που ζήσατε και δημιουργήστε ακόμη μεγαλύτερη. Θέλω αν υπάρξει άλλη φορά που θα βρεθείτε οι τρεις σας να είστε τρεις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Μόνο τα χαμόγελά σας θέλω να είναι τα ίδια.Μόνο οι αγκαλιές σας, οι ελπίδες και οι φλόγες στα μάτια.

Monday, August 07, 2006

Writer's Block

Είχαν περάσει πάνω από δύο ώρες από την στιγμή που είχε καθίσει μπροστά στον υπολογιστή. Μα ακόμη δεν είχε γράψει τίποτα. Που και που ξεκίναγε κάποια πρόταση μα κάθε φορά που την διάβαζε τα χείλη του στράβωναν και λίγα δευτερόλεπτα μετά την είχε διαγράψει. Η αρχή είναι το δυσκολότερο κομμάτι έλεγαν. Μα για εκείνον δύσκολα ήταν όλα τα υπόλοιπα. Μόνο αρχές κατάφερνε να κάνει στη ζωή του. Και μετά τα παράταγε. Ή τον παρατούσαν. Με μία μικρή ώθηση των ποδιών η καρέκλα περιστράφηκε και εκείνος βρέθηκε να αγναντεύει το δωμάτιο. Άδειο. Από τότε που τον είχε αφήσει δεν είχε πατήσει άνθρωπος εκεί μέσα. Από τότε που είχε φύγει, δεν είχε ξαναγράψει σελίδα.

Σηκώθηκε, περπάτησε αργά προς το ψυγείο, και άνοιξε ένα αναψυκτικό. Μπροστά στο παράθυρο, χαζεύοντας μια πόλη που κοιμόταν, άρχισε να κατεβάζει αργές, μεγάλες, αποφασιστικές γουλιές. Εδώ και πολύ καιρό είχε δεκάδες λόγους να βουρκώνει. Το ανθρακικό ήτανε απλά η αφορμή. Όταν χώριζαν οι γνωστοί του, του φαινόταν κάτι απλό, φυσιολογικό. Μα τώρα που είχε έρθει η σειρά του ζούσε μια τραγωδία. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι ο χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Και τον ακολουθεί ένα μεγάλο πένθος.

Το σπίτι έμοιαζε άδειο μα δεν ήταν. Ήταν στοιχειωμένο. Η παρουσία της ήταν διάχυτη παντού, τα πράγματά του ήταν και δικά της, φορτωμένα με αναμνήσεις, μιας χαμένης Εδέμ. Και τώρα κατοικούσε στο ίδιο μέρος, μα γύρω του είχε τύψεις, μελαγχολία, θλίψη και επιθυμίες που τον έκαιγαν σαν φωτιά. Εύχονταν να μπορούσε να ξεχάσει έτσι απλά, να προσποιηθεί ότι δεν υπήρξαν ποτέ τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί. Η κόλαση δεν ήταν παρά το σύνολο των αναμνήσεων ενός απαγορευμένου, πλέον, παραδείσου, και το ήξερε καλά αυτό. Μα δεν υπήρχανε λωτοί της λησμονιάς, και ο έρωτας με έρωτα δεν πέρναγε. Και ο χρόνος χωρίς έρωτα δεν κύλαγε. Και οι σελίδες δεν γέμιζαν γιατί τα μάτια της δεν θα τις διάβαζαν πια. Ήτανε στραμμένα σε κάποιον άλλον.

Τέρμα η προσπάθεια για σήμερα. Το άδειο κουτάκι βρήκε τη θέση του σε ένα σωρό από όμοια του, πεταμένα σε μία γωνιά για να του θυμίζουν πόσες νύχτες είχε αποτύχει να ξεχάσει. Έπεσε βαρύς πάνω στο κρεβάτι, αδυνατώντας να καταλάβει γιατί εξακολουθούσε να κοιμάται στο μισό. Κούρνιαζε τώρα στην δική της πλευρά, ενώ η δικιά του έμενε άδεια, κρύα. Μερικές φορές προσπαθούσε να την φέρει πίσω, να πείσει τον εαυτό του ότι μπορούσε ακόμη να μυρίσει το άρωμα των μαλλιών της στο μαξιλάρι. Άλλες πάλι προσποιούταν ότι ήταν εκείνη που είχε μείνει πίσω. Ότι ήταν αυτός που την είχε παρατήσει. Ανόητα, μάταια τεχνάσματα, ακριβώς σαν την παράλογη αγάπη που πενθούσε εδώ και τόσο καιρό.

Η άρμη των δακρύων, ενώθηκε με την γλυκιά γεύση που είχε αφήσει πίσω του το αναψυκτικό και σε λίγο παραδόθηκε ολόκληρος στην δίνη των ονείρων. Αύριο θα ξεκίναγε μία νέα μέρα. Θα ήτανε η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του. Μα το μισό κρεβάτι θα ήταν ακόμα άδειο, και τα κουτάκια θα ήταν ακόμη στη γωνιά. Το σπίτι θα ήτανε ακόμη στοιχειωμένο. Και η σελίδα θα παρέμενε κενή…

Saturday, August 05, 2006

Ζέστη σήμερα...


Τι εστί διακοπές; Διακοπές είναι ξεκούραση, ραστώνη και ανεμελιά. Διακοπές είναι επίσης θάλασσα, ζέστη, ούζο το μεσσημέρι, μπυρίτσα το βράδυ και καλή παρέα. Διακοπές είναι, αν μη τι άλλο, ταξίδια,μεγάλα ή μικρά, με πλοίο, με αεροπλάνο, με αυτοκίνητο ή μηχανή, ακόμα και με ένα ταπεινό ποδήλατο.

Στα πλαίσια λοιπόν,όλων των πρηγοηγούμενων χαρακτηριστικών κινούμαι και εγώ -όπως και τόσοι άλλοι- σε παραλίες και σε όμορφα ή (δυστυχώς) άσχημα μαγαζιά, ανάμεσα σε θεσπέσιες υπάρξεις του αντίθετου φύλου που φοράνε λίγα ή ακόμη λιγότερα ρούχα. Όλοι αυτοί οι επίπλαστοι καλοκαιρινοί μας άγγελοι ( "τα ρούχα κάνουν τον παππά" λέει μια παροιμία) μας κοιτάνε το ίδιο λάγνα που τους κοιτάμε και εμείς αλλά ταυτόχρονα μας αγνοούν. Μας γεμίζουν υποσχέσεις και μας αιχμαλωτίζουν σε ιστούς που έχουν υφάνει με τα κορδονάκια που συγκρατούν τα λιγοστά κομμάτια υφάσματος συο κορμί τους και την ίδια στιγμή, με έναν ανεξήγητο τρόπο διαλύουν κάθε μας ελπίδα και μας πετάνε σε παγωμένη θάλασσα.

Κόλαση ή παράδεισος αυτό είναι το καλοκαίρι! Μάθε να το αγαπάς διότι δεν θα βρείς άλλο.

Friday, July 21, 2006

Επίσημη καλοκαιρινή επιστολή

Αξιότιμε κύριε Προεδρίδη,

Η εταιρία μας θα διεξάγει ένα γύρισμα βιντεοκλίπ αθλητικού περιεχομένου. Συγκεκριμένα, χρειαζόμαστε για τις ημερομηνίες 28, 29, και 30/7 αθλητές αμερικάνικου φούτμπολ από το Σύλλογό σας, κατά προτίμηση σκούρου χρώματος. Προς θεού, μην επιχειρήσετε να μας προτείνετε αθλητές από τριτεύουσες αφρικάνικες χώρες, όπως Ακτή Ελεφαντοστού και Τόνγκο, και φτάσουμε να έχουμε μειονότητα ελλήνων μοντέλων. Ο σκηνοθέτης εφιστά την προσοχή σας στον σωματότυπο των αθλητών. Μικροκαμωμένοι, σχετικά αγύμναστοι και, κυρίως, αρκετά ευτραφείς, ώστε το σώμα τους να αναδεικνύεται καλύτερα στην ευγενή άμιλλα που επιβάλλει το άθλημα του φούτμπολ. Τα κράνη των αθλητών θα πρέπει να είναι πορτοκαλί χρώματος (RGB 255,137,81) για να συνάδουν με τη γενικότερη αισθητική του βιντεοκλίπ. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις παραπάνω τιμές ακυρώνει τη συμμετοχή του αθλητή. Η εταιρία παραγωγής ουδεμία ευθύνη φέρει για τραυματισμούς, μιας και η υπηρεσία άμεσων βοηθειών (Sport Field First Aid, inc.) βρίσκεται σε διακοπές λόγω καλοκαιριού. Καλό λοιπόν είναι να υπάρχουν διαθέσιμα φορεία, επίδεσμοι και αντιπηκτικά, διότι επιβάλλεται η ευγενής άμιλλα να βιντεοσκοπηθεί. Παρακαλώ επικοινωνήστε με τους παρακάτω αριθμούς για να μας ενημερώσετε πόσοι και ποιοι αθλητές ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν στο γύρισμα. Οι ημερομηνίες γυρισμάτων δεν θα τηρηθούν αυστηρά και καλό είναι οι αθλητές να είναι διαθέσιμοι μέχρι και τέλος Οκτώβρη. Πιθανό να απασχοληθούν περισσότερες από 38 ημέρες. Η αμοιβή είναι 650 ευρώ ανά αθλητή μικτά, 59 ευρώ καθαρά. Αν δεν επικοινωνήσετε, θα θεωρήσουμε δεδομένο ότι δεν διαθέτετε κάποιον αθλητή με τις προϋποθέσεις αυτές.

Ευχαριστούμε εκ των προτέρων,

Τμήμα casting
El post, inc

Tuesday, July 18, 2006

Γκρίνια!

Τελειώνοντας το τρίτο έτος στη σχολή μου, ένας καλοκαιρινός μήνας αφιερώνεται στη Θερινή Πρακτική Άσκηση. Ανήκω σε μια μειοψηφία που ακόμα βλέπει τα πράγματα πιο ρομαντικά και πιο ιδεώδη, ότι δηλαδή όποιος αξίζει σε μια δουλειά αναδεικνύεται περισσότερο.

Η «πρακτική» μου γίνεται σε μία εταιρία παραγωγής διαφημιστικών σποτ. Μία μεγάλη αλυσίδα παραγωγής, που ξεκινά από το πορτοφόλι του πελάτη, προχωρά στο Δημιουργικό, την παραγωγή και τη μεταπαραγωγή. Αυτό το τελευταίο κομμάτι, το post production, είναι και το αντικείμενο που παρακολουθώ με δύο συμφοιτητές μου οκτώ ώρες καθημερινά αυτό το καλοκαίρι.

-Στο πανεπιστήμιο κάνετε μαθήματα επικοινωνίας;
-Ε, ναι...
-Διαπροσωπικής επικοινωνίας εννοώ. Ελιγμούς να κάνετε μαθαίνετε;
-...
-Αν δε μάθετε αυτό, δεν ξέρετε τίποτα. Σε όποια δουλειά και να πας, και ο καλύτερος στο αντικείμενό σου να είσαι, αν δεν ξέρεις να ελίσσεσαι, είσαι μάπας».

Μεταφέρω αυτολεξεί τα λόγια του γραφίστα του τμήματος όπου περνώ το καθημερινό μου οκτάωρο. Κατ' ευφημισμόν γραφίστα, γιατί η μοναδική δουλειά του μέσα σε αυτό το τμήμα είναι να τροφοδοτεί με έτοιμους τίτλους και εικόνες τους συναδέλφους του.

Αυτά τα λόγια βέβαια τα άκουσα μετά τις απαραίτητες συστάσεις αλλά και το πλήρες ανθηρό βιογραφικό του. Πολλά πτυχία λέει ότι έχει, δεν μας λέει βεβαίως τι πτυχία είναι αυτά, ούτε από πού τα πήρε. Επίσης πολλά παράπονα έχει από το πόστο του, η δουλειά του δεν αναδεικνύεται εδώ και το ιδανικό θα ήταν να ανέβει έναν όροφο, να πάει προς το ηλιόλουστο «Δημιουργικό».

Κατά τα άλλα ο εν λόγω τύπος είναι ένας νεαρός με στυλ, που χώνει τη μύτη του παντού, αλλά δεν χρειάζεται πάνω από οκτώ ώρες για να διαπιστώσεις πως «ξέρει να ελίσσεται». Και το κάνει ασταμάτητα.

Η λέξη «ελιγμός» στην παραπάνω στιχομυθία παίρνει μια λίγο διαφορετική έννοια από την κοινή διπλωματία. Σημαίνει καλές σχέσεις με τους «από πάνω» (φυσικά τους θάβουμε πίσω από την πλάτη τους) και, κυρίως, χώνουμε τη μύτη μας παντού και πάντα, μήπως και κάποιος πάρει πρέφα πόσο ελισσόμενοι είμαστε.

Είναι ανώφελο να αναφερθώ σε λεπτομέρειες, στις λεκτικές επιθέσεις που δέχτηκα όταν τόλμησα να του προτείνω εναλλακτικούς τρόπους για να διευκολυνθεί στην (πανεύκολη) δουλειά του.

Γενικώς, ανώφελο είναι να σχολιάζω τους ανάξιους σχολιασμού. (Καλά που το κατάλαβα.) Άλλωστε, η αξιοκρατία δεν πρόκειται να έρθει στα ρομαντικά μέτρα μου, οπότε καλύτερα να το πάρω απόφαση και να σταματήσω επιτέλους να γκρινιάζω.

Γκρίνια μέσα στο καλοκαίρι; Χμ.. υπόσχομαι πως το επόμενο post θα εμπνευστεί από παραλίες, βότσαλα, κουβαδάκια και αμμόπυργους και θα αποποιηθεί οποιασδήποτε απόπειρας καταγγελίας.

Καλές μας διακοπές!

Monday, July 17, 2006

Ο έρως χρόνια δεν κοιτά...


Χίλια συγγνώμη παρακρατικό Χημείο για την κλοπή του τίτλου αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να τον «δανειστώ» για λίγο. Στο υπόσχομαι πως είναι για καλό σκοπό.

Αφορμή λοιπόν για αυτήν την κλοπή μου έδωσαν οι Ολλανδοί, οι οποίοι έχουν βάλει μάλλον στοίχημα να αναδειχθούν ως οι πλέον δημοκρατικοί του πλανήτη. Βέβαια ίσως και να φταίει η τόσο μεγάλη ενασχόληση με τα ναρκωτικά αλλά και πάλι το αποτέλεσμα δεν αλλάζει… Κόμμα της Αδελφικής Αγάπης, Ελευθερίας και Διαφορετικότητας. Έτσι λέγεται λοιπόν το πλέον μοδάτο, και προχωρημένο κόμμα σε ολόκληρη την υφήλιο και οι Ολλανδοί είναι ο περήφανος λαός που θα έχει το δικαίωμα να το ψηφίσει. Εγώ προσωπικά θα το ψήφιζα και με τα 2 χέρια, θα πήγαινα στη κάλπη με το ψηφοδέλτιο στο στόμα και στη γιαγιά μου θα έδινα 5 σταυρωμένα ψηφοδέλτια να δώσει και στις φίλες της! Τέτοιο κελεπούρι δεν πρέπει να μένει έξω από τη βουλή. Εσκεμμένα δεν έχω αναφέρει ακόμα το σκοπό του κόμματος για να σας εξάψω περισσότερο τη φαντασία… λοιπόν παίρνω βαθειά ανάσα και αρχίζω: το πρωτοποριακό αυτό κόμμα ζητά να νομιμοποιηθεί η κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, να μπορεί να θεωρείται «συναινετικό» το σεξ με άτομα έως και 12 χρονών (σήμερα η νόμιμη ηλικία είναι τα 16 έτη), οι ανήλικοι από 16 ετών και πάνω να επιτρέπεται να συμμετέχουν σε πορνογραφικές ταινίες και να μην θεωρείται αδίκημα η κτηνοβασία (καλά επιτρέπεται να τα σκοτώνουμε και να τα τρώμε αλλά δεν επιτρέπεται να τα «αγαπάμε»;) Ελπίζω να καταλάβατε το μεγαλείο της ολλανδικής δημοκρατίας και επιτέλους να συμπορευθείτε μαζί τους για έναν καλύτερο και ελεύθερο κόσμο.


Γάλα βλάχας. Μεγαλώνει γερά παιδιά… τι ατυχία ο καημένος ο παιδεραστής του Βελγίου που βίασε και σκότωσε 2 κοριτσάκια… εάν ζούσε λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα θα ήταν ένας ευυπόληπτος πολίτης. Λέτε να υπάρχει κάτι στο νερό σε αυτές τις χώρες;

Sunday, July 16, 2006

Ακούω μια echo, σαν τη φωνή του Έκο


«Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις.» Κάπως έτσι δεν το είπε ο μεγάλος δάσκαλος Έκο; Αλλά και αν δε το είπε αυτός ας προσποιηθούμε πως το είπε, έτσι για να συνεχίσει η συζήτησή μας. Τον Αύγουστο λοιπόν και το καλοκαίρι γενικότερα, τα πάντα μπαίνουν σε άλλο ρυθμό, πιο αργό, ρυθμό που να ταιριάζει περισσότερο σε διακοπές και σε μια ξεκούραστη χαλαρότητα. Ποιος θα ήθελε τώρα να τρέχει και να παιδεύεται όταν υπάρχει τόση ζέστη και παντού μυρίζει θάλασσα; Κάπως έτσι νοιώθω και εγώ… ζέστη, οφθαλμόλουτρο στην τηλεόραση και στο δρόμο, διάβασμα για το τελευταίο μάθημα που μου έχει μείνει για να πάρω πτυχίο… πώς να συγκεντρωθώ ο άνθρωπος και να παλουκωθώ μπροστά στον υπολογιστή για δώσω λίγη ζωή και στο καημένο αυτό blog-ακι; Αφού λοιπόν το μυαλό τρέχει συνέχεια σε τόπους που είχα πάει για διακοπές ή θα ήθελα να πάω, σκέφτηκα να γράψω για αυτούς τους τόπους. Ας χρησιμοποιήσουμε την εποχική επικαιρότητα για να δημιουργήσουμε θέμα.

Ακριβώς πριν από 3 χρόνια είχα πάει Γερμανία, σε ένα πανεπιστημιακό πρόγραμμα για εκμάθηση της γλώσσας. Αφού λοιπόν επί ένα μήνα κάναμε καθημερινά μάθημα για 8 ώρες, στο τέλος μας πήγαν για 1 εβδομάδα στο Βερολίνο. Πραγματικά θεωρώ το Βερολίνο μια εξαιρετική πρωτεύουσα: Μεγάλη, όμορφη, καθαρή και με αντιθέσεις, έτσι για να μην ξεχνά κανείς το διχασμένο της παρελθόν. Κάθε βράδυ λοιπόν πηγαίναμε και σε διαφορετικό μέρος για να ξεδώσουμε και να μάθουμε για την νυχτερινή ζωή της πόλης, σε μέρη που δεν νομίζω ότι θα τα δούμε ποτέ στην Ελλάδα. Για παράδειγμα πήγα σε μαγαζί το οποίο στεγάζεται σε bunker ( στρατιωτικό καταφύγιο) αλλά και σε μια πολυκατοικία η οποία ολόκληρη είχε καταληφθεί από νέους στην οποία είτε παρουσίαζαν καλλιτεχνικά έργα που έφτιαχναν, είτε έκαναν προβολή ταινιών, είτε ακόμα είχαν φτιάξει μπαρ στον υψηλότερο όροφο με τρομερή θέα. Εδώ όμως θα μιλήσω για μια μπυραρία που επισκέφτηκα και θα ήθελα πάρα πολύ να δω κάτι παρόμοιο και στην Ελλάδα ( pleeeeeaase ). Η μπυραρία αυτή δεν διέφερε ιδιαίτερα από αυτές που έχουμε στην Ελλάδα. Δηλαδή ο εσωτερικός διάκοσμος βασιζόταν στο ξύλο και ήταν γενικά ένα ακριβό και «ανεβασμένο» μέρος. Η κύρια διαφορά ήταν ότι σε όλο το χώρο του μαγαζιού υπήρχαν τηλεοράσεις, οι οποίες όμως δεν έδειχναν κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα ή ταινία αλλά έδειχναν τον τεράστιο κατάλογο με μπύρες που είχε η επιχείρηση και φυσικά τις τιμές τους. Εάν αυτό το βρίσκετε ιδιαίτερα βαρετό τότε θα ήθελα να σας πω πως οι τιμές των ποτών δεν ήταν σταθερές αλλά καθορίζονταν από την κατανάλωση! Για παράδειγμα αμέσως μετά που η παρέα έδινε την παραγγελία της, οι τιμές των μπυρών που είχαν επιλεγεί αυξάνονταν και αυτό το έβλεπε κανείς στις οθόνες μαζί με ένα βελάκι που έδειχνε την ανοδική ή καθοδική τάση. Σίγουρα αυτό είναι μια έξυπνη ιδέα που κάνει την επιχείρηση γνωστή και προσελκύει περισσότερους πελάτες. Επίσης είναι και μια πολύ καλή ευκαιρία για τον πελάτη να βρει την τέλεια προσφορά …Τώρα καταλαβαίνω γιατί μόνο σε αυτή την μπυραρία είδα ποτήρια των 2 λίτρων…

Wednesday, July 12, 2006

Και δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη


Ποιος είμαι, πού πάω, ποιος είναι ο σκοπός μου πια σε αυτόν τον κόσμο; Εάν νομίζετε πως αυτά είναι απλώς φιλοσοφικά ερωτήματα που βασανίζουν μόνο εμένα –τον βαρεμένο- τότε είναι καιρός να αναιρέσετε τις απόψεις σας αγαπητοί μου κύριοι (αρσενικοί) αναγνώστες.

Η είδηση που συντάραξε τον κόσμο μου και με γέμισε με αμφιβολίες και ερωτηματικά σχετικά με τη χρησιμότητά μου σε τούτη τη ρημάδα τη ζωή, έρχεται κατευθείαν από τον κλάδο της βιολογίας/γενετικής (να θυμηθώ να τους κάψω όλους αυτούς μόλις πάρω την εξουσία στα χέρια μου): Σε εργαστήριο, λέει, έγινε παραγωγή τεχνητού σπέρματος και στη συνέχεια γονιμοποίηση ωαρίου. Μάλιστα στο μέλλον θα μπορούν να παρασκευάζουν σπέρμα από οποιοδήποτε κύτταρο του σώματος! Τραγικό! Δηλαδή οι άντρες χάνουμε πια τη σημαντικότητά και τη λειτουργικότητά μας, ενώ ούτε ως κηφήνες δεν θα μπορούμε πια να αυτοπροσδιοριζόμαστε μιας και η βασίλισσα θα γονιμοποιείται από τις ίδιες τις αγαπημένες της εργάτριες… Τι ντροπή, τι εξευτελιστικό όνειδος είναι αυτό; Ήδη είχα αποδεχθεί τη μοίρα μου ως άχρηστου επιστήμονα και ανίκανου παραγωγικά ατόμου, γιατί θα πρέπει να αποχωριστώ και το τελευταίο μετερίζι αξιοπρέπειας και εγωισμού που μου είχε απομείνει; … και δεν είναι απλώς αποχωρισμός, είναι βάναυση εκδίωξη!

Τα απομεινάρια της προσωπικότητάς μου βρίσκονται θαμμένα κάτω από σωρούς ερειπίων και σκουπιδιών. Εμένα όμως δεν με ενδιαφέρει πια, χρησιμοποιώ την έτερη επιστημονική ανακάλυψη. Τα αντισυλληπτικά, λέει, θα μπορούν να χρησιμοποιούνται ως μείζονα αντικαταθλιπτικά. Χε χε έχω πάρει λοιπόν μια γερή δόση από αυτά και ατενίζω την κόψη της προσωπικής μου γκιλοτίνας χαμογελαστός. Που θα πάει… με τόσα αντισυλληπτικά θα μου φυτρώσει στο τέλος μήτρα.

Sunday, July 09, 2006

Prost!


Επιτέλους δικαιοσύνη! ...Όμορφη και δίκαιη η νίκη της Γερμανίας σε βάρος της Πορτογαλίας˙ επιτέλους ικανοποίησης και αγαλλίαση για εμάς τους δεδηλωμένους οπαδούς των «πάντσερ». Μάλιστα είμαι τόσο ευχαριστημένος που κερνάω λουκάνικα με μπόλικη μουστάρδα, πολύ ξινολάχανο και φυσικά άφθονη παγωμένη μπύρα. Ελάτε μην ντρέπεστε, ακόμα και αν δεν είστε οπαδοί, σίγουρα δεν μπορείτε να αρνηθείτε πως τα γκολ του Schweinsteiger ήταν πανέμορφα, σε αντίθεση φυσικά με τον Ronaldo, ο οποίος για ακόμα μια φορά με βουτιές και θέατρο προσπαθούσε να αποσπάσει ευνοϊκά σφυρίγματα. Ας είμαστε σοβαροί κύριε Ronaldo και ο καθένας να επικεντρωθεί σε αυτό που κάνει καλύτερα: οι άλλοι παίκτες να προσπαθούν για το καλύτερο μέσα στο γήπεδο και εσείς να κλαίτε κάθε φορά που ο διαιτητής σφυρίζει τη λήξη του αγώνα.

Όμως θα ήθελα να επισημάνω ακόμα ένα λόγο που σήμερα, αλλά και γενικά σε όλη τη διάρκεια του τουρνουά, ήμουν κατά της Πορτογαλίας: Το πανώ που είχαν αναρτήσει οι οπαδοί της εθνικής ομάδας της Πορτογαλίας και στο οποίο έγραφαν με λίγα λόγια πως οι Πορτογαλία που παίζει επιθετικό ποδόσφαιρο αξίζει να είναι στο Παγκόσμιο Κύπελλο σε αντίθεση με τους Έλληνες που λόγω του αμυντικού τους ποδοσφαίρου κάθονται στον καναπέ… καταρχήν οι Πορτογάλοι σε καμία περίπτωση δεν έπαιξαν καλό ποδόσφαιρο ή ακόμα περισσότερο δεν έπαιξαν επιθετικό ποδόσφαιρο. Επίσης γιατί κλαίγονται ακόμα οι Πορτογάλοι για το 2004; Είναι καιρός να αποδεχτούν τη δίκαιη ήττα τους, είχαν δυο φορές την ευκαιρία να δείξουν την ανωτερότητα τους εις βάρος της δικής μας εθνικής ομάδας και τις δυο φορές όμως το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για αυτούς!

Έχω λοιπόν να τους προτείνω να αφήσουν για λίγο τις κλάψες τους και το «επιθετικό» ποδόσφαιρο στο οποίο επιδίδονται και να περάσουν λίγο από εδώ να τους κεράσω Weisswurst και μια παγωμένη helles. Στην υγεία μας (Prost)!

Wednesday, July 05, 2006

I Still Remember


Blackmore's Night - I still remember

I thought of you the other day
How worlds of change led us astray
Colors seem to fade to gray
In the wake of yesterday…

I had a dream of you and I

A thousand stars lit up the sky
I touched your hand and you were gone
But memories of you live on…

You looked into my eyes
You had me hypnotized
And I can still remember you
Those moments spent together
You promised me forever
And I can still remember you

Do you ever think of me,
And get lost in the memory?
When you do, I hope you smile
And hold that memory a while…


Κάθε φορά που θα χαμογελάς,
μα δε θα ξέρεις το γιατί,
κάτι πάλι θα χω δει,
πολύ αργά για να στο δείξω.
Πάλι κάτι θα χω σκεφτεί,
πολύ αργά για να στο πω.

Όπου και να σαι τώρα,
μόλις χαμογέλασες πάλι.
Και τι να του πες άραγε,
που πάλι ρώτησε γιατί;

Αυτά τα χαμόγελα που δεν θα ξαναδώ,
θα συνεχίσω να στα στέλνω.
Να σαι καλά και για τους δύο μας εσύ,
Κι εγώ, και για τους δυο μας,
Θα συνεχίσω ν' αγαπώ.

Αποχαρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει


Αποχαιρέτα την διότι δύσκολα ξανά θα τη δεις. Κούνησε το μαντήλι σου, σκούπισε το καυτό δάκρυ που κυλάει στο μάγουλο και κράτα στη μνήμη σου βαθειά την όμορφη αυτή εικόνα.

Αρχικά ήθελα να γράψω για το όνειρο των ελληνικών ομάδων να παίξουν στα ευρωπαϊκά γήπεδα και για το δικό μας όνειρο να δούμε επιτέλους καλούς παίκτες να φορούν τη φανέλα της αγαπημένης μας ομάδας. Δυστυχώς όμως αυτό το όνειρο τελείωσε νωρίς και με άσχημο τρόπο: ο αποκλεισμός από τα ευρωπαϊκά γήπεδα (αποκλεισμός ακόμα και της ελληνικής εθνικής ομάδας, της Πρωταθλήτριας Ευρώπης) μας έριξε από το κρεβάτι του ύπνου και σπάσαμε τη μούρη μας στο σκληρό πάτωμα. Μεγάλη η στεναχώρια τόσο για τον «εγκλεισμό» στις ελληνικές αλάνες όσο και για την τραυματισμένη υπερηφάνεια που έχει ματώσει τόσο πολύ.

Τελικά όμως, λίγο πριν πάρω την τελική μου απόφαση για το περιεχόμενο του κειμένου (κάπου εκεί στο 120 λεπτό) και κάτω από τεράστια ψυχολογική πίεση, αποφάσισα να γράψω για τον αποκλεισμό της Γερμανίας στο παγκόσμιο κύπελλο… Ως γνήσιος γερμανόφιλος ακόμα σφαδάζω στο πάτωμα από τους λυγμούς και την ανείπωτη δυστυχία. Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό κανενός μπυρο-λάτρη και εραστή των λουκάνικων, πώς αυτοί που το μόνο που ξέρουν να κάνουν καλά είναι να χτενίζονται για να «γράψουν» όμορφα στην τηλεόραση τη στιγμή που σπάζουν τα πόδια του αντίπαλου παίκτη, κατάφεραν να αποκλείσουν τα ανίκητα «πάντσερ». Κύριε Λίνεκερ, μας είχατε πει πως το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που το παίζουν δυο ομάδες και στο τέλος νικάνε οι Γερμανοί, γιατί αφήσατε να πληγωθούμε τόσο;

Τυφλωμένος λοιπόν από το μίσος μου για την άδικη κατάληξη του αγώνα και διψώντας για εκδίκηση, φωνάζω τόσο δυνατά ώστε να ακουστώ στα γήπεδα της Γερμανίας : “Allez les Bleux!”

Monday, July 03, 2006

Καληνύχτα

Εδώ και κάποια ώρα είχε αποκοιμηθεί δίπλα του. Εκείνος, ξαπλωμένος στο πλάι με το κεφάλι ελαφρά ανασηκωμένο, δε χόρταινε να την κοιτάζει.

Ήταν αρκετά μικροκαμωμένη, λεπτή με ύψος όχι μεγαλύτερο από 1.55. Ειδικά τώρα, την ώρα του ύπνου, που ανάσαινε γαλήνια, έμοιαζε απροστάτευτή, μικροσκοπική. Και όμως ήταν το πιο δυναμικό άτομο που είχε γνωρίσει εδώ και καιρό. Πώς ήταν δυνατόν μέσα σε ένα τόσο ελάχιστο πλάσμα να κρύβεται τέτοια δύναμη; Τόση ομορφιά; Τέτοια μαγεία; Δεν μπορούσε να καταλάβει και αυτό τον σαγήνευε. Πιο δυναμική από τους περισσότερους άνδρες, πιο ευαίσθητη από τους περισσότερους ανθρώπους. Ασύστολα ρομαντική και ταυτόχρονα επικίνδυνα ρεαλίστρια. Ωριμότητα πενηντάρας και αθωότητα πεντάχρονου κοριτσιού. Έτσι ήταν. Γεμάτη αντιφάσεις, μια γυναίκα με δεκάδες πρόσωπα, το καθένα με μία δική του ξεχωριστή ομορφιά. Κι αυτός, δίπλα της, κάθε μέρα αντιμέτωπος με ένα νέο μυστήριο, μέσα στο οποίο δε χόρταινε να μπαίνει, να χάνεται, να αφομοιώνεται, επαναπροσδιορίζοντας κάθε φορά την αγάπη, που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος για έναν άλλο.

Έσκυψε πάνω από το πρόσωπό της και άρχισε να το γεμίζει με μικρά, απαλά φιλιά. Ένα στο μέτωπο, για όλα τα θαύματα που συνέβαιναν μέσα στο κεφάλι της προκαλώντας τον να τα ανακαλύψει. Ένα στην κορυφή της μύτης για τον τρόπο με τον οποίο την σούφρωνε ανταποκρινόμενη στα πειράγματά του. Στα ζυγωματικά. Για το χρώμα που έπαιρναν όταν γέλαγε με την ψυχή της. Με ακόμη περισσότερη προσοχή και γλύκα από πριν φίλησε την μοναδική ρυτίδα που αχνοφαίνονταν, λίγο αριστερά από την άκρη των χειλιών της. Γιατί μαρτυρούσε τα δεκάδες στραβά, πονηρά χαμογελάκια που είχαν φωτίσει το πρόσωπό της. Το σαγόνι της το φίλησε για τον τρόπο με τον οποίο το κρέμαγε ,δήθεν ξαφνιασμένα, κάθε φορά που την πείραζε κάποιο από τα σχόλια του. Και κατέληξε σε ένα μικρό φιλί στα κλειστά της χείλη, γιατί σήμερα είχε αποκοιμηθεί πρώτη. Και του έλειψαν οι μελωδίες που έβγαιναν από αυτά τις βραδιές που τον νανούριζε στην αγκαλιά της.

Θυμήθηκε ένα παιχνίδι που έπαιζαν. Όταν ο ένας κοιμόταν, ο άλλος έσκυβε και του ψιθύριζε τα μυστικά του, στο αυτί. Για να τα μαθαίνει χωρίς να το ξέρει, έλεγαν. Δεν άκουσα τι της είπε, μα αυτή χαμογέλασε λιγάκι, του γύρισε την πλάτη και κόλλησε επάνω του. Κι εκείνος, ξέροντας πως μόλις είχε μπει στο όνειρό της, την αγκάλιασε κολλώντας ολόκληρο το κορμί του πάνω στο δικό της. Να την αισθάνεται όσο πιο κοντά του γίνεται. Πήρε στο χέρι του το χέρι που έγραφε τα ομορφότερα ποιήματα που είχε διαβάσει. Ποιήματα για εκείνον μόνο. Ακούμπησε το πρόσωπο του στο σβέρκο της και αποκοιμήθηκε με ένα χαμόγελο ευτυχίας. Είχε στην αγκαλιά του εκατοντάδες λόγους να θέλει να ξυπνήσει την επόμενη μέρα.

Sunday, July 02, 2006

Προσοχή στους νεαρούς!

Βλέποντας τα γεγονότα που μου συνέβησαν κάποιες μέρες πριν λίγο πιο αποστασιοποιημένα, βάζω τα γέλια. Προσπαθώντας να αποδείξω το αυτονήτο, γνώρισα και επισήμως πλέον την περιβόητη «ελληνική νοοτροπία» επίλυσης των προβλημάτων. Στην περίπτωσή μου, ένα μικρό τροχαίο ατύχημα.

Τετάρτη, νοικιάζουμε αμάξι με παρέα για εκδρομή και βολτούλα. Το βράδυ, μέσα σε στενά όπου γίνονταν οικοδομικές εργασίες, περνώντας έγδαρα λίγο το μέρος της δεξιάς πόρτας.

Πέμπτη, ημέρα επιστροφής του αυτοκινήτου στο Rent a Car, βαλθήκαμε να επισκευάσουμε τη μικρή αυτή ζημιά στο χρώμα του αμαξιού, με βερνίκι νυχιών. Ομολογουμένως, η δουλειά έγινε αρκετά καλά.

Ξαναμπαίνουμε στο αυτοκίνητο, κοιτάω από τους καθρέφτες, βγάζω φλας, και αρχίζω τη γνωστή διαδικασία του ξεπαρκαρίσματος. Μόλις είχε βγει το μισό αυτοκίνητο στο δρόμο και ξεκινώ τη δεύτερη στροφή, βλέπω να έρχεται πάνω μας με ταχύτητα μία μηχανή, μεσαία στα κυβικά. Ακινητοποιώ το αυτοκίνητο και ο οδηγός της μηχανής, προσπαθώντας να περάσει μέσα από το στενό «διάδρομο» που του απέμενε, παίρνει σβάρνα τον προφυλακτήρα του νοικιασμένου μας Kia.

Ενώ λοιπόν σε μία τέτοια περίπτωση η πρώτη σκέψη είναι να γίνει η γνωστή φιλική δήλωση τροχαίου ατυχήματος, εντούτοις οι πρώτες λέξεις του λιγομήλητου κυρίου με το μηχανάκι ήταν «Αφού τρακάραμε, πάμε στην τροχαία». Η τροχαία της Μυτιλήνης βρίσκεται πολύ κεντρικά, διακόσια μέτρα από το σημείο του ατυχήματος. Έτσι λοιπόν, και με τη σιγουριά ότι έχω το δίκιο με το μέρος μου, ξεκινήσαμε για εκεί.

Ούτε που θυμάμαι πόσες καλημέρες άκουσα στο κτίρια της τροχαίας από φίλους αστυνομικούς του οδηγού της μηχανής. Σίγουρα όμως κάπου εκεί άρχιζα να καταλαβαίνω ότι τα πράγματα δεν θα είναι και τόσο αμερόληπτα...

Φυσικά ο ένας από τους δύο τροχαίους που ήρθε για να καταγράψει το ατύχημα ήταν κολλητός του οδηγού και φυσικά η διαδικασία που ακολούθησε μετά ήταν ένα θέατρο του παραλόγου, με εμένα να προσπαθώ να αποδείξω ότι, όχι, δεν καρφώθηκα με ταχύτητα στο μηχανάκι, όπως υποστήριζε ο φίλτατος κύριος οδηγός, αλλά σταμάτησα για να αποφύγω το
χειρότερο. Η στάση του αστυνόμου ήταν, εννοείται επιθετική, έως προσβλητική, αλλά οποιαδήποτε κίνηση μου θα ήταν αντίσταση κατά της αρχής. Οποιοδήποτε όμως επιχείρημα του κυρίου οδηγού ήταν βάσιμο και σοβαρό, απλώς γιατί ήταν μεγαλύτερος και, το κυριότερο, ντόπιος.

Η περιπέτειά μας είχε τελικά αίσια κατάληξη, αφού μετά από παρέμβαση του γραφείου ενοικίασης, ο φίλτατος κύριος οδηγός δέχτηκε το προφανές, να κάνει δηλαδή φιλική δήλωση, και έτσι γλιτώσαμε δικαστήρια και περαιτέρω ταλαιπωρίες.

Όσο για τη γρατζουνιά στο αμάξωμα, έμεινε βαμμένη με το βερνίκι νυχιών για να τη θυμόμαστε και να γελάμε...

Πρώτη φορά βιώνω σε αυτό τον τόπο που μένω τα τρία τελευταία χρόνια τόσο έντονα τη διάκριση ως προς την ηλικία και την καταγωγή. Και άλλες φορές υπήρχαν κάποια κρούσματα, αλλά τώρα ένα από αυτά χτύπησε και την πόρτα μου. Ένα είδος μικρού και χαριτωμένου ρατσισμού που υπάρχει προς τους «νεαρούς φοιτητές», οι οποίοι προφανώς είναι αυτοί που οδηγούν επικίνδυνα, αυτοί που είναι παρείσακτοι στο νησί της Μυτιλήνης, αυτοί που ζουν εις βάρος των ντόπιων κατοίκων.

Εύχομαι, αγαπητοί μου, να πίνετε πολλά ουζάκια παρέα και να ψυχαγωγείστε συζητώντας για εμάς με αυτή τη γλυκιά προκατειλημμένη σας διάθεση. Εγώ άλλωστε από του χρόνου αλλάζω πόλη. Θα έρθουν όμως καινούριοι επικίνδυνοι νεαροί. Να τους προσέχετε!

Friday, June 30, 2006

Ελεύθερος

Το καυτό αεράκι χτύπαγε το πρόσωπό του. Τα μαλλιά του ανέμιζαν με ορμή. Άνοιξε τα χέρια του, να το αισθανθεί σε όλο του το κορμί. Έκλεισε τα μάτια του και την έφερε ξανά στο μυαλό του. Τα μεγάλα λαμπερά, εκφραστικά της μάτια, το πονηρό της βλέμμα, κι έπειτα τα χείλη της, τα χέρια της, τον τρόπο που μίλαγε και τον τρόπο που περπάταγε. Μα πιο έντονα από όλα θυμότανε τον τρόπο που γέλαγε. Σκέφτηκε τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, τις μέρες που σταμάταγαν να γελάνε μόνο για να ανταλλάξουν λόγια αγάπης. Τα φιλία τους. Άλλοτε σοβαρά, άλλοτε παθιασμένα. Άλλοτε μικρά πειράγματα και τσιμπηματάκια των χειλιών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γέλαγαν ακόμη και την ώρα που φιλιόταν. Ένα διαρκές παιχνίδι γεμάτο αθωότητα. Αυτό θυμόταν από τις πρώτες τους μέρες.

Το αεράκι άρχισε να δυναμώνει. Σκέφτηκε τους γονείς του. Τον τρόπο που είχαν αντιδράσει όταν έβλεπαν πόσο χρόνο της αφιέρωνε. Τις ανησυχίες τους, τις μεγάλες τους προσδοκίες από εκείνον. Και τους τρόπους με τους οποίους τους είχε απογοητεύσει. Μα αναίσθητος δεν ήταν. Και δεν υπήρχε βαρύτερο φορτίο από τη γνώση ότι οι άνθρωποι που τον αγαπούν είχαν πληγωθεί εξ αιτίας του. Δεν είχε τη δύναμη τότε να διορθώσει τα πράγματα και έτσι τους είχε εγκαταλείψει. Και χωρίς καν να το καταλάβει φόρτωσε το σφάλμα σ’ εκείνη. Οι απαιτήσεις που είχε, άρχισαν να αυξάνονται σε βαθμό παράλογο. Μαζί τους και η ζήλια.

Ο άνεμος τώρα ήταν ακόμη ισχυρότερος και είχε αρχίσει να ψυχραίνει. Το πρόσωπό του πόναγε. Τα κλειστά του βλέφαρα έμοιαζαν αδύναμα να κρύψουν τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται. Οι πρώτοι τους καυγάδες, ο τρόπος με τον οποίον δεν σταματούσαν πλέον να πληγώνουν ο ένας τον άλλο, ήρθαν στην επιφάνεια. Τα γέλια είχαν δώσει τη θέση τους σε λυγμούς. Τα φιλία τους και οι αγκαλιές ήταν το τελευταίο καταφύγιο που είχε βρει η αγάπη τους. Μα κι αυτά δεν θα άντεχαν πολύ. Άρχισαν να γίνονται άδεια, απλές σαρκικές χειρονομίες. Προτού το καταλάβουν καν, η βαθιά ουσία του αγγίγματος είχε χαθεί. «Δεν αντέχω άλλο. Πνίγομαι.» του έλεγε. Μα ήταν πολύ αφοσιωμένος στη ζήλια του, για να την ακούσει.

Θύελλα άρχισε να σαρώνει το κορμί του. Έτρεμε. Ο αέρας παραμόρφωνε το πρόσωπό του όπως λίγα χρόνια πριν το είχε παραμορφώσει ο πόνος. «Δεν θέλω να σε ξαναδώ, δεν θέλω να σε ξανακούσω. Αντίο». Οι τελευταίες λέξεις που του χε χαρίσει δεν έπαυαν να στροβιλίζονται στο μυαλό του. Μετά από αυτές θυμόταν μόνο πόνο. Τόσο οδυνηρό, τόσο μεγάλο σε διάρκεια που είχε σχεδόν ξεχάσει πως είναι να μην πονάς. Να χαίρεσαι, να απολαμβάνεις.

Μα τώρα το θυμήθηκε ξανά. Περνώντας το κορμί του ο αέρας τα έπαιρνε όλα μακριά. Δεν τον ένοιαζε αν τον σκέφτονταν. Που να βρίσκεται; Ζει; Πέθανε; Παντρεύτηκε; Δεν είχε καμία σημασία πια. Ο πόνος είχε περάσει. Πρώτη φορά στη ζωή του αισθανότανε την λύτρωση. Πρώτη φορά τον κυρίευε αυτή η αίσθηση απόλυτης ελευθερίας. Μόνος του παρέα με τον άνεμο, χωρίς τύψεις για το χθες, χωρίς προσδοκίες απ’ το αύριο. Ελεύθερος.

Δεν είχαν περάσει πάνω από πέντε δευτερόλεπτα και είχε ήδη διανύσει την απόσταση των εφτά ορόφων. Μα ήταν τα πέντε πιο γεμάτα δευτερόλεπτα μιας ολόκληρης ζωής. Η πρόσκρουση με το έδαφος τον σκότωσε ακαριαία. Τις επόμενες μέρες, ένα μονόστηλο σε κάποια τοπική εφημερίδα. Mια κηδεία, λίγες συζητήσεις από κάποιους που τον λυπήθηκαν. Και μετά ανήκε πλέον στο παρελθόν. Και ζήσανε οι υπόλοιποι καλά. Μα εκείνος είχε ζήσει έντονα.