Bad Day
Μια κατάλευκη σελίδα, και πέντε δάχτυλα που περιμένουν.
Θυμούνται, νιώθουν, νοσταλγούν.
Τα ταξίδια που έκαναν επάνω στο κορμί σου. Τον τρόπο που μπερδεύονταν με τα δικά σου. Τις περιπλανήσεις τους στο δάσος των μαλλιών σου.
Μα σήμερα δεν είσαι πια εδώ. Κι αυτό το σήμερα δε λέει να τελειώσει. Κι έτσι πιάνουν το στυλό κι αρχίζουν να χορεύουν αργά και μελαγχολικά. Μιλούν στην απουσία σου, ψάχνουν λέξεις για την ομορφιά σου, κι η σελίδα αρχίζει να γεμίζει...
...
Χμ. Παπάρια γεμίζει...
Άδεια την κόβω τελικά...
Τσαλάκωσε το καταραμένο χαρτί και το πέταξε στο καλάθι. Φυσικά αστόχησε, εν μέρει βέβαια, αφού το καλάθι το πέτυχε, αλλά στο πλάι, αναποδογυρίζοντάς το και γεμίζοντας τον τόπο αποτσίγαρα και στάχτες. Βλαστημώντας Θεούς και δαίμονες, τράβηξε το τελευταίο του τσιγάρο από το πακέτο και βγήκε στα τέσσερα πλακάκια που οι αλιτήριοι κάτοικοι αυτής της βρωμόπολης επέμεναν να αποκαλούν μπαλκόνι. Πέρασε τα επόμενα δύο λεπτά βήχοντας. Τελικά όσο βαρύ και τσατισμένο στιλάκι και να έχεις, δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να το ανάβεις το ρημάδι από την μεριά του φίλτρου.
Δεν ήταν Τρίτη και ούτε είχε δεκατρείς ο μήνας. Μα αυτό δεν είχε καμία σημασία. Άλλωστε ποτέ του δεν υπήρξε προληπτικός. Αφού το σκέφτηκε για λίγο, αποφάσισε ότι τίποτα δεν θα του πήγαινε καλά αυτήν την μέρα. Κάποιος τον είχε μουτζώσει, δεν εξηγούνταν αλλιώς.
«Δε βαριέσαι» σκέφτηκε κοιτάζοντας τον ήλιο να ξεπροβάλλει. «Τα πάντα είναι θέμα διάθεσης. Καλημέρα να έχουμε» και βούτηξε στο κενό.