Tuesday, November 28, 2006

Σταυροδρόμια


Ένα υψίσυχνο ουρλιαχτό χαρακώνει τη νύχτα. Φλόγες ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει το κορμί του. Πύρινο. Το φως που εκπέμπει τρεμοπαίζει πάνω στους τοίχους της πόλης. Χτυπάει με δύναμη τα νέα του φτερά και ανεβαίνει ορμητικά προς τα πάνω.

Μα κάπου εκεί σταματάει. Καρφώνει το βλέμμα του στο έδαφος. Στάχτες.


Το μυαλό του φτερουγίζει πίσω. Είχε μείνει νεκρός για πάρα πολύ καιρό. Θυμάται αμυδρά πια τις τελευταίες του στιγμές. Την αγωνία, τον πόνο, τις απεγνωσμένες προσπάθειες να σωθεί, τα κύκνεια άσματά του. Δεν τα είχε καταφέρει τελικά. Μετά από μία ονειρεμένη ζωή, είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Μετά το μόνο που θυμότανε ήταν ένα συνεχές μούδιασμα. Μία παντελής έλλειψη συναισθημάτων. Παραίτηση.

Πονάω άρα υπάρχω. Δεν μπορεί... Αφού πονάω πρέπει να υπάρχω.

Μα μετά δεν μπορούσε πια με τίποτα να πονέσει. Και ούτε μέσα σε όνειρο βρισκότανε. Και αυτό σήμαινε πως ήταν νεκρός.

Η θέλησή του για ζωή παραήτανε μεγάλη. Πάλεψε με τον θάνατο και τελικά τον νίκησε. Μέσα από τις στάχτες του είχε ξαναγεννηθεί. Πύρινος. Ομορφότερος, δυνατότερος, σοφότερος και πιο αποφασισμένος από ποτέ. Κοιτάζει τις στάχτες με κατανόηση. Τώρα ξέρει γιατί έπρεπε να πεθάνει πριν αρχίσει να ζει. Κλείνει τα μάτια του και τις αποθηκεύει μέσα στο μυαλό του για πάντα. Πρέπει να θυμάται αυτή τη φορά.

Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει το κορμί του. Φωτιά. Το φως που εκπέμπει τρεμοπαίζει πάνω στους τοίχους της πόλης. Χτυπάει με δύναμη τα νέα του φτερά και ανεβαίνει ορμητικά προς τα πάνω.

Δε σταματάει τούτη την φορά. Υψώνεται πάνω από την σάπια πόλη και καβαλάει τον άνεμο. Τα βλέπει τα πάντα από ψηλά καθώς σκίζει, με ταχύτητα, τον ουρανό στα δύο.

Δε βλέπει απλώς το γκρίζο τσιμέντο των κτιρίων μα μέσα από αυτό. Οι περισσότεροι κοιμούνται. Κάποια ζευγάρια κάνουν έρωτα, κάποιοι πηδιούνται σαν τα σκυλιά. Ένας μεθυσμένος αλκοολικός σπάει στο ξύλο το παιδάκι του. Μια γυναίκα μόνη σε ένα τεράστιο σπίτι πλαντάζει στο κλάμα. Ό καθένας κουβαλάει τον σταυρό του στην πλάτη, ανεβαίνοντας τον προσωπικό του Γολγοθά. Όλοι έχουν τους λόγους τους, τις ουλές, τα καθημερινά τους μαρτύρια. Δεν υπάρχουν σημαντικά και ασήμαντα προβλήματα, όλοι περνάνε δύσκολα. Συνεχίζουν όμως.

Οι κόρες του μικραίνουν καθώς εστιάζουν σε ένα σταυροδρόμι. Με τα φτερά τεντωμένα βουτάει προς το έδαφος και τα γαμψά του νύχια πιάνονται σε ένα στύλο της ΔΕΗ. Σταυροδρόμια. Τα σημεία των επιλογών. Είχε κάνει κάμποσες και είχε πληρώσει γι’ αυτές. Έμαθε να ζει με τα λάθη του και να μαθαίνει από αυτά. Τώρα ήτανε καιρός να αρχίσει να μαθαίνει από τα λάθη των άλλων. Με μια κραυγή στον ουρανό χρήζει το σταυροδρόμι σπίτι του, πατρίδα του, βασίλειό του κι έπειτα βολεύεται και περιμένει να δει και να νιώσει. Να καταλάβει τους λόγους που μας κάνουνε να χαμογελάμε παίρνοντας κάθε λανθασμένη μας στροφή.

Saturday, November 25, 2006

Δεν βρέχει, σε φτύνουν


To ξέρω πως αμέλησα υπερβολικά το «συγγραφικό» μου έργο, αλλά σας ορκίζομαι πως δεν ήταν δικό μου το λάθος, αλλά όλων των άλλων! Το καλό (στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε κακό) άρχισε εκεί γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου, τότε που περιμέναμε τις πρώτες βροχές και κανένα καλό παιχνίδι από τον παναθηναικό.

Εκείνη την εποχή λοιπόν κατάφερα και έβαλα τελεία στο τελευταίο μου μάθημα ως προπτυχιακός φοιτητής και ανάλαφρος από «περιττά» βάρη κοιτούσα τη μελλοντική μου ζωή γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά( εντάξει δεν ήταν και ακριβώς έτσι αλλά μπορούμε να το φανταστούμε κάπως έτσι). Με το ηθικό στα ύψη λοιπόν έμαθα τότε πως έγινα δεκτός στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα που τόσο ήθελα …τρελά πάρτυ, γιορτές, κεράσματα, ξενύχτια για να γιορτάσω την απίστευτη επιτυχία μου , αφού εάν δεν κάνω λάθος πρέπει να είμαι ο μοναδικός στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου (δυτικά του Μισσισιπή λέγαμε κάποτε) που καταφέρνει να μπει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών.

Εντάξει μωρέ, και τι σημαίνει πως τα μαθήματα αρχίζουν μέσα σε μια εβδομάδα; Με τέτοια ανυπομονησία που είμαι γεμάτος μέχρι και στον στρατό μπαίνω…! Για να λέμε την αλήθεια τα μαθήματα είναι κάπως πολλά, αλλά ευτυχώς είναι και δύσκολα οπότε μουδιάζει ο εγκέφαλος μετά την τέταρτη ώρα και εισέρχεσαι σε κατάσταση νιρβάνας. Τέλεια! Μεταπτυχιακό και μαθήματα αυτογνωσίας μαζί!

…ανοίγω τα μάτια πρωί της δευτέρας, πλένομαι, τρώω και φεύγω κατευθείαν για το πανεπιστήμιο.
Άτιμη ρουτίνα πόσο με κουράζεις: κλείνω τα μάτια για λίγο…και ήρθε Παρασκευή. Μην με κοιτάς, μη με ακουμπάς, μη μου μιλάς! Έχω εργασίες για την άλλη εβδομάδα.
Να βρω κοπέλα; Ναι μια στιγμή να κλείσω την πόρτα για να φορέσω τη στολή με την μπέρτα με την ησυχία μου.

Ο.Κ. θα μου φύγει ο υπερ-αγαπητός πισινούλης μου, αλλά τουλάχιστον θα έχω εξασφαλισμένο εργασιακό μέλλον. Ε μα φυσικά, ένα παλικάρι, ψηλό, μελαχρινό, όμορφο, με τόσα προσόντα είναι δυνατόν να μη βρει αμέσως δουλειά; Νομίζω πως σε κάποια διευθυντική θέση γράφει ήδη το όνομά μου…

Α! Άρχισε να βρέχει… Μα ποιος κανίβαλος φτύνει από τον πάνω όροφο;

Thursday, November 23, 2006

O Μικρός Τομ και η Τίγρης


Mία φορά και έναν καιρό, σε ένα πανέμορφο δάσος όχι και τόσο μακριά από εδώ, έμενε ένα μικρό αγριογατάκι. Το όνομά του ήτανε Tομ. Δεν ήταν και κανένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο όνομα βέβαια, μα ο μικρός Τομ ήτανε χαρούμενος με αυτό. Ήταν ένα όνομα μικρό και γλυκό, και όλοι πίστευαν ότι του ταίριαζε πολύ. Το αγριογατάκι της ιστορίας μας μάλιστα ήτανε πολύ γνωστό στο δάσος, όχι μόνο για την εξυπνάδα του αλλά και για την καλοσύνη του που δεν έπαυε να εκπλήσσει όλα τα υπόλοιπα ζώα του δάσους. Δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να βγάλει από την δύσκολη θέση οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα χρειαζότανε συμβουλές ή κάποια άλλη βοήθεια. Έτσι όταν στο δάσος ακούγονταν το όνομα Τομ, στο μυαλό όλων ερχότανε το καλοσυνάτο γκρι αγριογατάκι με τις μαύρες ρίγες και τα λαμπερά πράσινα μάτια.

Ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο μεσημέρι, ο μικρός Τομ είχε βγει για μία βολτίτσα στο δάσος. Του άρεσε πολύ η άνοιξη σκέφτονταν καθώς κοίταγε τεμπέλικα τις μέλισσες να χορεύουν γύρω από τα πολύχρωμα, ανθισμένα λουλούδια. Οι μυρωδιές του δάσους γίνονταν πιο έντονες και πιο ζεστές και οι ήχοι που άκουγαν τα εξασκημένα αυτιά του, πλήθαιναν τον Μάρτιο. Τιτιβίσματα πουλιών που μόλις είχαν έρθει στο δάσος και ζουζουνίσματα από μέλισσες προστείθονταν στο κελάρυσμα του νερού από το αγαπημένο του καταγάλανο ποτάμι, για να ενορχηστρώσουν μία μελωδία τόσο υπέροχη, που μόνο στην φύση θα μπορούσες να ακούσεις.

Ο μικρός μας Τομ προχωρούσε τεμπέλικα δίπλα στο ρυάκι. Τεντώνονταν, χασμουριόταν και γουργούριζε ευτυχισμένος ανάμεσα στα λουλούδια καθώς πήγαινε προς το αγαπημένο του ξέφωτο για να ξαπλώσει στην λιακάδα. Ξαφνικά ένιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στα γκρίζα γατίσια του αυτάκια έφτασε ο ήχος βημάτων, γρήγορων και φοβισμένων. Τα τέντωσε όσο μπορούσε, χαμήλωσε λιγάκι το σώμα του και έψαξε να βρει από που έρχονταν ο θόρυβος. Είδε λίγα μέτρα πιο μακριά ένα γέρικο ελάφι να τρέχει φοβισμένο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πίσω του έτρεχε μία τίγρη η οποία ολοένα και το πλησίαζε. Ο μικρός Τομ δεν έχασε καθόλου χρόνο. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά όρμησε προς το μέρος της τίγρης. Ήταν πολύ μεγάλη για να την πολεμήσει και το ήξερε. Ίσως όμως θα μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή για ελάχιστη ώρα, ίσα ίσα όση θα χρειάζονταν για να χάσει τα ίχνη του άμοιρου ελαφιού.

Ο Τομ πλησίασε την τίγρη που έτρεχε, άρπαξε την ουρά της με τα νύχια του και της έριξε μία δαγκωνιά με όλη του τη δύναμη. Το τεράστιο ζώο σταμάτησε απότομα να τρέχει και τίναξε την ουρά του με δύναμη. Το μικρό αγριογατάκι πετάχτηκε πολύ ψηλά στον αέρα και έπεσε κουτρουβαλώντας στο έδαφος. Στάθηκε όρθιο κατευθείαν και είδε την τίγρη αγριεμένη να τρέχει προς το μέρος του. Το στόμα της ήταν ανοιχτό, τα χείλη της τραβηγμένα και φαίνονταν τα πελώρια κοφτερά δόντια της. Ο Τομ θα ήθελε πολύ να έχει και αυτός τέτοια δόντια όμως τα δικά του ήτανε μικροσκοπικά και έτσι έκανε στροφή και άρχισε να τρέχει με την τίγρη ξοπίσω του. Έπρεπε να σκεφτεί οπωσδήποτε κάτι και μάλιστα γρήγορα γιατί αν τον έπιανε στα δόντια της ήταν χαμένος.

Τρέχοντας φοβισμένος ο Τομ θυμήθηκε τους κυνηγούς... Τους είχε δει λίγες μέρες πιο πριν, ενώ κούρνιαζε τεμπέλικα σε ένα δέντρο, να στήνουν μεγάλες σιδερένιες παγίδες.

«Τώρα θα σε μάθω εγώ να μην τα βάζεις με τα αδύναμα ελαφάκια» σκέφτηκε, μισόκλεισε τα μάτια του, χαμήλωσε το κεφάλι και άλλαξε πορεία τρέχοντας προς το σημείο των κυνηγών, με την αγριεμένη τίγρη πάντα στο κατόπι του. Μετά από μερικά ψηλά δέντρα, έφτασαν στο σημείο όπου οι φυλλωσιές πύκνωναν. Αυτό ήτανε το σημείο στο οποίο θα κρίνονταν όλα. Θυμότανε πολύ καλά ποια φύλλα είχανε κρυμμένες παγίδες και φρόντισε να πάει προς το μέρος τους. Μόλις έφτασε στην πρώτη έκανε ένα μεγάλο σάλτο περνώντας ακριβώς από πάνω της. Η τίγρης μέσα στο θυμό της δεν πρόσεξε το άλμα και έπεσε ακριβώς μέσα στην παγίδα. Τα μεγάλα σίδερα έκλεισαν και παγίδεψαν την ουρά της. Άφησε ένα από τα πιο τρομακτικά και πονεμένα ουρλιαχτά που είχε ακούσει ποτέ το δάσος και άρχισε μάταια να προσπαθεί να ελευθερωθεί. Οι κυνηγοί είχαν κάνει κάλα την δουλεία τους.

Με την μικροσκοπική του καρδούλα να χτυπάει ακόμα σαν τρελή, ο Τομ έμεινε για λίγο κοιτάζοντας την πληγωμένη τίγρη και μετά πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ήθελε να πάει πίσω στο ξέφωτο να βρει το ελάφι

Όταν έφτασε είδε ότι το γέρικο ελαφάκι είχε αρχίσει να ηρεμεί και έσβηνε την δίψα του πίνοντας από τα γαλανά νερά του ποταμού. Ο Τομ το κοίταξε ευτυχισμένος και ξάπλωσε επιτέλους στην λιακάδα χαρούμενος που είχε καταφέρει να το σώσει.

Η μέρα πέρασε και ήρθε το βράδυ, μα το μικρό μας αγριογατάκι κοιμότανε ανήσυχο. Άσχημα όνειρα ήρθανε να ταράξουνε τον ύπνο του. Είδε την τίγρη περικυκλωμένη από κυνηγούς που την πλησίαζαν απειλητικά, και ξύπνησε τρομαγμένο. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί αλλά πάλι τα ίδια. Έκατσε λοιπόν ξαπλωμένος σε μία γωνίτσα και πέρασε τη νύχτα του σκεφτόμενος το άμοιρο ζώο που ήτανε πιασμένο στην παγίδα. Πόσο άγρια και μεγαλοπρεπής ήτανε όταν ήταν ελεύθερη και πόσο κακόμοιρη και αδύναμη έμοιαζε όταν είχε παγιδευτεί. Το αγριογατάκι άρχισε να αισθάνεται άσχημα που την είχε παγιδεύσει.

Με το πρώτο φως της αυγής, ο Τομ έτρεξε προς το σημείο που είχε δει τελευταία φορά την τίγρη. Με μεγάλη χαρά διαπίστωσε ότι το άγριο ζώο είχε καταφέρει να ξεφύγει από τις παγίδες των κυνηγών. Δυστυχώς όμως για να καταφέρει να ελευθερωθεί, η ουρά του είχε σκιστεί. Ο Τομ την κοίταξε πολύ λυπημένα και αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια της τίγρης μέχρι να την βρει, γιατί είχε μία γατίσια περιέργεια να μάθει τι απέγινε.

Μετά από αρκετή ώρα περπατήματος άρχισε να ακούει στο βάθος μία φωνή που έμοιαζε πάρα πολύ με το ουρλιαχτό που είχε ακούσει χθες όταν το ζώο είχε πέσει στην παγίδα. Ήταν όμως λιγότερο άγριο και πολύ πιο πικραμένο Άρχισε να τρέχει προς τα εκεί και σε λίγο είδε μία μικρή σπηλιά σε έναν βράχο. Ήταν η φωλιά της. Μέσα ήταν η τίγρης. Στα πόδια της υπήρχανε τρία μικρά πλασματάκια που έμοιαζαν αρκετά με τον Τομ, μόνο που ήτανε κίτρινα με μαύρες ρίγες. Ήτανε τρία μικρά τιγράκια. Η μητέρα τους, πληγωμένη και χωρίς ουρά, τα κοίταζε διαρκώς ένα – ένα , ξαπλωμένα ακίνητα, και έκλαιγε γοερά με ένα από τα πιο πικραμένα κλάματα που είχε ακούσει ο μικρός Τομ.
Τα πόδια του λύγισαν και η καλοσυνάτη γατίσια καρδιά του σφίχτηκε όταν κατάλαβε.
Η μητέρα τους δεν είχε γυρίσει χθες το μεσημέρι να τους φέρει τροφή. Ήταν πληγωμένη και δεν μπορούσε να κυνηγήσει Και τώρα τα τιγράκια ήταν νεκρά.

Όταν το γατάκι μας κατάλαβε τι κακό είχε προξενήσει, έπεσε κάτω και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Προσπαθούσε μόνο να σώσει ένα γέρικο ελάφι. Μα για να το κάνει αυτό είχε τραυματίσει για πάντα μια νέα και υγιή τίγρη και είχανε πεθάνει από την πείνα τρία μικρά πανέμορφα τιγράκια. Τρία τιγράκια που δεν είχαν προλάβει ακόμη να δουν τις χαρές της ζωής. Είχε φερθεί τόσο απερίσκεπτα... Είχε καταστρέψει μία ολόκληρη οικογένεια.

Άκουσε βήματα να πλησιάζουν και σήκωσε το μικρό του κεφαλάκι. Είδε την τίγρη να το κοιτάζει πονεμένα.

«Καταλαβαίνεις τώρα τι έκανες;» του είπε με πίκρα

«Μα εγώ δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν» κλαψούρισε ο μικρός Τομ. «ήθελα μόνο να σώσω το δύστυχο ελαφάκι»

Η τίγρης αναστέναξε.

«Το ξέρω» είπε σκεπτικά «μα πρέπει να καταλάβεις, ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά όσο φαίνονται. Το ελάφι ήτανε γέρικο και είχε ζήσει τη ζωή του. Ο ρόλος του τώρα ήτανε να γίνει τροφή για άλλα ζωάκια, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν και αυτά με τη σειρά τους.»

«Όταν είδα μία άγρια τίγρη να κυνηγάει ένα αδύναμο ελάφι δεν το σκέφτηκα αυτό.» κατηγόρησε τον εαυτό του ο Τομ

«Είσαι μικρός ακόμα. Μα είσαι ένα πανέξυπνο και παμπόνηρο γατάκι. Θα μάθεις μεγαλώνοντας ότι δεν γίνεται ποτέ να βοηθήσουμε κάποιον χωρίς να κάνουμε κακό σε κάποιον άλλον. Πριν κάνουμε κάτι πρέπει να σκεφτούμε ποιους θα βοηθήσει και ποιους θα βλάψει η πράξη μας. Συχνά βοηθάμε ζώακια που είναι σε δύσκολη θέση, απερίσκεπτα, μόνο και μόνο επειδή τα γνωρίζουμε και τα αγαπάμε. Και δε μας πειράζει που θα πληγωθούνε έτσι κάποια άλλα που δεν τα έχουμε δει ποτέ. Έχεις σκεφτεί όμως ότι αυτό είναι άδικο; Έχεις σκεφτεί πόσα πολλά πράγματα πρέπει να ξέρουμε για δύο ζώα πριν μπούμε ανάμεσα τους και γείρουμε την ζυγαριά προς το μέρος του ενός;»

«Δεν το είχα ξανασκεφτεί ποτέ αυτό. Γιατί ποτέ δε μου είχε τύχει να μου μιλήσει ένας αντίπαλος των φίλων μου. Τους σκεφτόμουν σαν εχθρούς απλά. Δεν είχα σκεφτεί ότι είναι και αυτοί ζωάκια σαν εμάς... Συγνώμη» Είπε ο μικρός Τομ και ξανάρχισε να κλαίει σκεφτόμενος πόσο ανόητα είχε φερθεί.

«Δεν χρειάζεται να κλαις» είπε η τίγρης χαϊδεύοντάς τον με την μουσούδα της.
«Τώρα είσαι λιγάκι πιο σοφός απ’ ότι χθες. Την επόμενη φορά που θα αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα θα είσαι πιο προσεκτικός, είμαι σίγουρη.»

«Τώρα όμως τα παιδάκια μου πρέπει να αναπαυθούν.» συνέχισε θλιμμένα « Πάω να τα μεταφέρω στο τελευταίο τους σπιτάκι» και άρχισε να περπατάει προς την σπηλιά της.

«Περίμενε, περίμενε! Θέλω να σε βοηθήσω κι εγώ!» φώναξε ο μικρός Τομ και έτρεξε δίπλα της.

Προχώρησαν μαζί και έθαψαν τα τρία τιγράκια δίπλα δίπλα σε ένα μέρος λίγο πιο πέρα από την σπηλιά. Είχε καταπράσινα δέντρα και πολλά χρωματιστά λουλούδια και μπορούσες από εκεί να χαζέψεις όλο το δάσος. Έπειτα έμειναν εκεί μιλώντας μέχρι που είδαν το πιο όμορφο και θλιβερό ηλιοβασίλεμα που είχε δει ο μικρούλης μας Τομ. Όταν βράδιασε για τα καλά, το αγριογατάκι αποχαιρέτισε την καινούρια του φίλη και της υποσχέθηκε ότι θα περνούσε να την βλέπει συχνά, και πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Πλησιάζοντας στο ξέφωτο, ο Τομ θέλησε να βρει το ελάφι να του διηγηθεί την ιστορία του. Έψαξε για λίγη ώρα και τελικά το είδε. Το γέρικο ζώο ήταν γαλήνια ξαπλωμένο κάτω από μία πανύψηλη Κλαίουσα Ιτιά, δίπλα στο ποτάμι. Είχε ξαστεριά και το φως του φεγγαριού και των αστεριών το φώτιζαν. Ο Τομ το πλησίασε και τα λόγια της τίγρης ήρθαν αμέσως στο μυαλό του.

Το ελαφάκι, που νόμιζε ότι είχε σώσει είχε πεθάνει γαλήνια στον ύπνο του μια μέρα μετά.

Tuesday, November 21, 2006

Face the fear (Fates Warning)


Here i am looking out looking in
my eyes are open my mind's closed tight
i believe i know i need to let go
and i know i'm wrong but i think i'm right
so i shut you out
and hear what i want to hear
and hide in my opinions
afraid to face my fear




There you are reaching in reaching out
your arms are open, your heart's closed tight
you believe you know you have to let go
and you think you won't
but you know you might
so you close your eyes
and pretend you're not here
and hide in your secrets
afraid to face your fear

And you close your eyes
i hear what i want to hear
and we hide in our suspicions
afraid to face the fear

And i shut you out
you pretend you're not here
and we hide in our loneliness
afraid to face the fear

Here we are looking in reaching out
together and alone
facing the fear we're afraid to show
facing the fear of letting go

Tuesday, November 07, 2006

Tώρα

Θα ήθελα να ήμουν τυφλός. Να μην μπορώ να διακρίνω την κακία, την αδιαφορία, την λύπηση στα μάτια των ανθρώπων. Να μην με τρόμαζε η σκληρότητα μέσα σε ορισμένα βλέμματα. Να μην διέκρινα πίσω από ορισμένες ίριδες ωκεανούς. Να μην με ρούφαγε ο καθρέπτης του κενού, που κρύβεται μέσα σε ψυχές πανέμορφων ανθρώπων.

Θα ‘θελα να ‘μουν κουφός. Να μην ακούω τις κακίες τους. Δικανίες, λόγια χωρίς νόημα, κούφιες προτάσεις, ψεύτικοι όρκοι αιώνιας αγάπης. Με τρομοκρατούν συχνά οι λέξεις των ανθρώπων. Η γλώσσα τους, ένας όμορφος τρόπος να καμουφλάρουν τα ένστικτά τους, να τα περάσουν σαν ευγενή πνευματικά αγαθά. Σε αγαπώ (χρειάζομαι την ασφάλεια που μου προσφέρει η ύπαρξή σου), σε θέλω (έχω συσσωρευμένο σπέρμα, πρέπει να το φυτέψω), βοηθάω τους γύρω μου ανιδιοτελώς(η ματαιοδοξία μου απαιτεί να αισθανθώ χρήσιμος σε κάποιον. Δεν υπάρχω αλλιώς). Δεν θέλω πια να τους ακούω.

Θέλω να γίνω αναίσθητος. Να μην νιώθω ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Να μην πονάω όταν με καις, να μην καίγομαι όταν με χαϊδεύεις. Να μην αισθάνομαι τα δάκρυα, όταν κυλούν στα μάγουλά μου. Δε θέλω πια να το μαθαίνω, όταν κλαίω.

Θέλω να πεθάνει η γλώσσα μου. Τα φιλιά σου είναι πολύ γλυκά για να τα χάσω. Ο καφές μου πολύ πικρός όταν τον πίνω μοναχός μου. Κι αυτά τα μικρά μαργαριτάρια που συνεχίζουν να κυλούν στο μάγουλό μου, αυτές οι ρημαδιασμένες σταγόνες που μου δροσίζουνε τα χείλη, είναι αλμυρές π’ ανάθεμά τες. Και μου θυμίζουν το κορμί σου όταν έβγαινες από τα νερά του Αιγαίου και στέγνωνες στην αγκαλιά μου. Μα εγώ…

Εγώ δε θέλω να θυμάμαι πια το χθες. Γιατί ανοίγοντας τα μάτια μου δεν είναι πια εκεί. Μα όταν τα ξανακλείνω νάτο πάλι. Με στοιχειώνει. Ούτε το αυρίο θέλω να ονειρεύομαι γιατί μου κλέβει στιγμές από το τώρα.

Μα είμαι εδώ και είμαι αρτιμελής. Και όλες μου οι αισθήσεις λειτουργούν και ένας σωρός από αναμνήσεις φλερτάρει με τα αυριανά μου όνειρα. Και βλέπω και ακούω και μυρίζομαι και γεύομαι και ζω. Μα για πόσο ακόμη; Είμαι μία καλοκουρδισμένη μηχανή που φθείρεται μέρα με τη μέρα. Θα ατονήσουν οι αισθήσεις μου. Σιγά σιγά με το πέρασμα του χρόνου ή ξαφνικά κι απροειδοποίητα . Κι αύριο μπορεί να μην θυμάμαι πια. Όχι

Όχι, όχι, όχι! Φωνάξτε μου, βρίστε με, αγγίξτε με, κοιτάξτε με, αγαπήστε με, μισήστε με, μα κάντε το ΤΩΡΑ.

Αύριο μπορεί να είναι πολύ αργά.

Δεν θέλω να είναι αργά. Δεν θέλω…

Friday, November 03, 2006

Πάμε κατάληψη;

- Πού πας;
- Στο σχολείο πάω βρε μάνα! Τι ερώτηση κι αυτή!
- Μα παιδάκι μου το σχολείο σας τελεί υπό κατάληψη
- Φυσικά, αφού αγωνιζόμαστε για έναν σκοπό
- Ναι αλλά η κατάληψη δημόσιου κτιρίου αποτελεί αδίκημα. Και μεγάλο μάλιστα
- Μα τι λες τώρα βρε μαμά. Δικαίωμά μας είναι! Αφού σε όλη την Ελλάδα το κάνουν! Όταν οι άλλοι απεργούν και διαμαρτύρονται στους δρόμους δεν λες ότι είναι κακό.
- Παιδάκι μου αυτό είναι διαφορετικό. Η απεργία και οι πορείες είναι συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Το να καταλαμβάνεις δημόσια κτίρια δεν είναι. Στο παρελθόν είχαν κινηθεί και εισαγγελείς.
- Άντε βρε μαμά με τις ηθικές σου βλακείες. Αφού θα είναι όλοι εκεί και θα είναι και ο Χ που ξέρεις πόσο πολύ μου αρέσει.
- Γλυκιά μου δεν το βρίσκω και τόσο σοφό να περνάς την ώρα σου μέσα σε έναν χώρο στον οποίο ύψιστη αρχή είναι οι έφηβοι που τον έχουν καταλάβει.
- Δε θα κάνουμε τίποτα κακό, απλά θα καθόμαστε, έχουμε καλό σκοπό λένε
- Μα κι αυτό κακό είναι τον κυνηγάτε με λάθος τρόπο…
- Υπερβολές, και τι θα γίνει δηλαδή; Θα μας σκοτώσουν; Θα μας βιάσουν; Άσε μας ρε μαμάκα. Σου λέω θα πάνε όλοι. Θα πάει κι ο Χ, θα είναι και τα κορίτσια. Θα τραβήξουμε και βιντεάκια να δεις πως θα περάσουμε, άντε γεια τώρα γιατί θα αργήσω!


Και κάπως έτσι ανάμεσα σε 8 εφήβους που παρανομούν, με την ευχή μας, κάποιοι παρανόμησαν λίγο παραπάνω…

Κι εμείς εδώ γεμίζουμε κυρα-κατίνες που το παίζουν δικαστές ψάχνοντας αθώους και ένοχους.

Και για άλλη μια φορά οι ρίζες του προβλήματος συνεχίσουν να αναπτύσσονται χιλιάδες μέτρα έξω από το οπτικό μας πεδίο.

Καλημέρα Ελλάδα

Wednesday, November 01, 2006

Πρωινός Καφές


Ο καφές, αχνιστός ανέδιδε ένα υπέροχο άρωμα. Κάθισε στον καναπέ, και αγκάλιασε την κούπα με την παλάμη του. Η θερμότητά της του μετέφερε ένα ευχάριστο ρίγος κατά μήκος του χεριού καταλήγοντας στην σπονδυλική του στήλη. Τράβηξε ένα τσιγάρο από το νέο του πακέτο και έκλεισε τα μάτια καθώς το άναβε. Ο ήχος του χαρτιού που σιγοκαίγεται στις πρώτες ρουφηξιές, ακολουθούμενος από την γλυκιά καλημέρα της νικοτίνης προστέθηκαν στις απολαύσεις του Κυριακάτικου πρωινού. Σαν να μην έφταναν αυτά, λίγο πιο πέρα σε ένα μικρό γραφειάκι, κάθονταν εκείνη. Μπροστά σε έναν παλιό υπολογιστή, έπινε μία γουλιά καφέ και άναβε με τη σειρά της το πρώτο πρωινό τσιγάρο.

Δεν χόρταινε να την χαζεύει. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στην οθόνη, καθώς τα δάχτυλα χτυπούσαν γρήγορα και ρυθμικά, χαρούμενα και ταυτόχρονα αποφασιστικά θα μπορούσες να πεις, πάνω σε ένα παλιό ταλαιπωρημένο πληκτρολόγιο. Είχε ακούσει πάρα πολλούς ανθρώπους να πληκτρολογούν, μα ο δικός της ήχος είχε κάτι πρωτόγνωρο. Θα τον αναγνώριζε παντού ακόμη και με κλειστά τα μάτια. Τον μάγευε αυτό το ρυθμικό κλικ κλακ που ακούγονταν καθώς έβλεπε τα χέρια της να κινούνται επιδέξια και αδιάκοπα πάνω στα πλήκτρα. Όπως τον μάγευαν τα μεγάλα μαύρα μάτια της, προσηλωμένα στην μέχρι πριν από λίγο λευκή σελίδα, ελαφρά γουρλωμένα, σαν έκπληκτα. Έβλεπε μια στιγμιαία λάμψη μέσα τους κάθε φορά που της ερχότανε κάποια καλή ιδέα για την επόμενη φράση της. Και έτσι, φράση - φράση, λιθαράκι – λιθαράκι, θα έχτιζε ένα ακόμη από τα κείμενά της. Αδημονούσε να το διαβάσει κι αυτό, να κλείσει άλλο ένα κομμάτι της μέσα του.

Πάνω που σκέφτονταν πόσο πολύ του άρεσε να μπορεί να την παρατηρεί ενώ έγραφε, ο ήχος των πλήκτρων έγινε ταχύτερος και λιγάκι αργότερα σταμάτησε. Το πρόσωπό της φωτίζονταν από ένα χαμόγελο. Ακολούθησαν κάποια απαλά κλικ από το ποντίκι. Ελάχιστα λεπτά αργότερα το νέο της ποστ θα ήταν δημοσιευμένο στο blog της. Τον πλησίασε χαμογελαστή και ένα απαλό φιλί προσγειώθηκε στα χείλη του. Θα κατέβαινε να φέρει εφημερίδες για να διαβάσουν παρέα. Θα κάθονταν όπως κάθε Κυριακή, αγκαλιά στον καναπέ, διαβάζοντας ο καθένας την δική του, συναγωνιζόμενοι ποιος θα βρει τα ομορφότερα άρθρα να διαβάσει στον άλλο. Του άρεσε να της μαθαίνει πράγματα που ανακάλυψε, όσο και το να μαθαίνει από αυτήν. Μια διαρκής αλληλεπίδραση σε όλους τους τομείς. Της μίλαγε για τον εγκέφαλο και την άκουγε να του μιλάει για την συγγραφή. Την ενημέρωνε ότι την αγαπούσε για να πληροφορηθεί λίγο αργότερα ότι εκείνη τον λάτρευε. Κάπως έτσι. Σαν δυο μπόμπιρες που ανακάλυπταν τον κόσμο μαζί. Σαν έρωτας.

Η πόρτα έκλεισε. Πήρε την κούπα του και ένα νέο τσιγάρο και όρμισε στον υπολογιστή. Τι να έγραφε άραγε τόση ώρα; Άναψε το τσιγάρο, άνοιξε τον browser.Ήπιε μια γουλιά καφέ, η σελίδα φόρτωσε. Μια τζούρα, μία βαθειά ανάσα, κάτι από αγωνία οι σφυγμοί ελαφρά ανεβασμένοι και το διάβασμα αρχίζει.


ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ

Μόλις ξύπνησες μικρέ μου τεμπελάκο. Δε θυμάμαι αν στο έχω πει αλλά τρελαίνομαι να σε παρακολουθώ. Έχεις ακόμη αυτό το αγουροξυπνημένο βλέμμα και μια μικρή τσίμπλα στο μάτι. Πόσο αστεία περπατάς όταν είσαι νυσταγμένος! Μα να ‘σαι βγαίνεις επιτέλους από το μπάνιο και μου χαμογελάς. Μόλις μου έδωσες ένα φιλάκι στο μάγουλο. Καλημέρα, μου ψιθύρισες μα απάντηση δεν πήρες. Είμαι βλέπεις αφοσιομένη σε αυτό το ποστάκι που πάω στοίχημα ότι καίγεσαι να μάθεις τι λέει. Κι όμως χαμογελάς κατεργάρη. Ξέρεις ότι την καλημέρα μου στην γράφω εδώ.

Ανάβεις το πρώτο τσιγάρο και ζηλεύω την έκφραση ευτυχίας στο πρόσωπό σου. Θα ανάψω ένα κι εγώ. Να, για να μάθεις! Με παρατηρείς εδώ και ώρα και νομίζεις ότι δεν το έχω καταλάβει, αλλά αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι κι εγώ με τη σειρά μου όλο κλεφτές ματιές σου ρίχνω. Ποιόν μαγικό συγγραφέα διαβάζεις πάλι; Τι ομορφιές περνούν από το κεφάλι σου; Γιατί μου χαμογέλασες τώρα; Σκέφτηκες κάτι ή ήταν απλά για να μου κλέψεις το χαμόγελο που δεν κατάφερα να μην σου ανταποδώσω; Μίλα καθαρματάκι μου, ξέρασέ τα όλα. Γιατί μπήκες έτσι στη ζωή μου και άρχισες να κλέβεις αγκαλιές, χαμόγελα και υποσχέσεις αγάπης; Από πού αντλείς την ευτυχία που μου χαρίζεις τόσο απλόχερα; Δε λυγίζεις εύκολα λοιπόν έ; Τίποτα δεν θα μου πεις. Καλά λοιπόν, ακλόνητη κι εγώ συνεχίζω το γράψιμο. Δε σε γράφω μα σου γράφω καρδούλα μου γιατί η παρουσία σου με κάνει να θέλω να φωνάξω. Κάθεσαι εκεί στον καναπέ, μυστηριώδης, και με παρατηρείς με ύφος παιδιού, σαν να με βλέπεις για πρώτη φορά.

Ξέρεις άραγε πόσο με τρελαίνει να με παρατηρείς ενώ γράφω; Να σε παρατηρώ ενώ διαβάζεις; Πόσο μαγικό είναι να έχεις βρει έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορείς να βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο και κάνοντας διαφορετικά πράγματα, να διατηρείται η αίσθηση ότι περνάτε το πρωινό σας μαζί! Αυτή η μυστήρια αίσθηση συντροφικότητας κάτι τέτοιες χειμωνιάτικες μέρες με σαγηνεύει όσο τίποτε άλλο. Ζεις την ζωή σου δίπλα σε έναν άνθρωπο που ζει την δική του, δεν παρεμβαίνεις, μήτε κι αυτός. Μα όταν θες να ξαποστάσεις, κάνεις μια παύση, κοιτάς και εμπνέεσαι από τις ομορφιές που δημιουργεί ο άλλος δίπλα σου, από την απλότητα μέσα στην οποία βρίσκει την χαρά της ύπαρξης. Κι έτσι μοιραία, γίνεται ο ένας μούσα του άλλου. και τα κομμάτια του χαρακτήρα και της ζωής σας αρχίζουν να συνδέονται μεταξύ τους, για να συνεχίσουν την περιστροφή τους ενωμένα, δημιουργώντας μία θαυμαστή ελικοειδή σπείρα. Σαν τις χρωμοσωμικές αλυσίδες του DNA. Σαν την πεμπτουσία της ζωής. Σαν έρωτας.