Thursday, November 23, 2006

O Μικρός Τομ και η Τίγρης


Mία φορά και έναν καιρό, σε ένα πανέμορφο δάσος όχι και τόσο μακριά από εδώ, έμενε ένα μικρό αγριογατάκι. Το όνομά του ήτανε Tομ. Δεν ήταν και κανένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο όνομα βέβαια, μα ο μικρός Τομ ήτανε χαρούμενος με αυτό. Ήταν ένα όνομα μικρό και γλυκό, και όλοι πίστευαν ότι του ταίριαζε πολύ. Το αγριογατάκι της ιστορίας μας μάλιστα ήτανε πολύ γνωστό στο δάσος, όχι μόνο για την εξυπνάδα του αλλά και για την καλοσύνη του που δεν έπαυε να εκπλήσσει όλα τα υπόλοιπα ζώα του δάσους. Δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να βγάλει από την δύσκολη θέση οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα χρειαζότανε συμβουλές ή κάποια άλλη βοήθεια. Έτσι όταν στο δάσος ακούγονταν το όνομα Τομ, στο μυαλό όλων ερχότανε το καλοσυνάτο γκρι αγριογατάκι με τις μαύρες ρίγες και τα λαμπερά πράσινα μάτια.

Ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο μεσημέρι, ο μικρός Τομ είχε βγει για μία βολτίτσα στο δάσος. Του άρεσε πολύ η άνοιξη σκέφτονταν καθώς κοίταγε τεμπέλικα τις μέλισσες να χορεύουν γύρω από τα πολύχρωμα, ανθισμένα λουλούδια. Οι μυρωδιές του δάσους γίνονταν πιο έντονες και πιο ζεστές και οι ήχοι που άκουγαν τα εξασκημένα αυτιά του, πλήθαιναν τον Μάρτιο. Τιτιβίσματα πουλιών που μόλις είχαν έρθει στο δάσος και ζουζουνίσματα από μέλισσες προστείθονταν στο κελάρυσμα του νερού από το αγαπημένο του καταγάλανο ποτάμι, για να ενορχηστρώσουν μία μελωδία τόσο υπέροχη, που μόνο στην φύση θα μπορούσες να ακούσεις.

Ο μικρός μας Τομ προχωρούσε τεμπέλικα δίπλα στο ρυάκι. Τεντώνονταν, χασμουριόταν και γουργούριζε ευτυχισμένος ανάμεσα στα λουλούδια καθώς πήγαινε προς το αγαπημένο του ξέφωτο για να ξαπλώσει στην λιακάδα. Ξαφνικά ένιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στα γκρίζα γατίσια του αυτάκια έφτασε ο ήχος βημάτων, γρήγορων και φοβισμένων. Τα τέντωσε όσο μπορούσε, χαμήλωσε λιγάκι το σώμα του και έψαξε να βρει από που έρχονταν ο θόρυβος. Είδε λίγα μέτρα πιο μακριά ένα γέρικο ελάφι να τρέχει φοβισμένο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πίσω του έτρεχε μία τίγρη η οποία ολοένα και το πλησίαζε. Ο μικρός Τομ δεν έχασε καθόλου χρόνο. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά όρμησε προς το μέρος της τίγρης. Ήταν πολύ μεγάλη για να την πολεμήσει και το ήξερε. Ίσως όμως θα μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή για ελάχιστη ώρα, ίσα ίσα όση θα χρειάζονταν για να χάσει τα ίχνη του άμοιρου ελαφιού.

Ο Τομ πλησίασε την τίγρη που έτρεχε, άρπαξε την ουρά της με τα νύχια του και της έριξε μία δαγκωνιά με όλη του τη δύναμη. Το τεράστιο ζώο σταμάτησε απότομα να τρέχει και τίναξε την ουρά του με δύναμη. Το μικρό αγριογατάκι πετάχτηκε πολύ ψηλά στον αέρα και έπεσε κουτρουβαλώντας στο έδαφος. Στάθηκε όρθιο κατευθείαν και είδε την τίγρη αγριεμένη να τρέχει προς το μέρος του. Το στόμα της ήταν ανοιχτό, τα χείλη της τραβηγμένα και φαίνονταν τα πελώρια κοφτερά δόντια της. Ο Τομ θα ήθελε πολύ να έχει και αυτός τέτοια δόντια όμως τα δικά του ήτανε μικροσκοπικά και έτσι έκανε στροφή και άρχισε να τρέχει με την τίγρη ξοπίσω του. Έπρεπε να σκεφτεί οπωσδήποτε κάτι και μάλιστα γρήγορα γιατί αν τον έπιανε στα δόντια της ήταν χαμένος.

Τρέχοντας φοβισμένος ο Τομ θυμήθηκε τους κυνηγούς... Τους είχε δει λίγες μέρες πιο πριν, ενώ κούρνιαζε τεμπέλικα σε ένα δέντρο, να στήνουν μεγάλες σιδερένιες παγίδες.

«Τώρα θα σε μάθω εγώ να μην τα βάζεις με τα αδύναμα ελαφάκια» σκέφτηκε, μισόκλεισε τα μάτια του, χαμήλωσε το κεφάλι και άλλαξε πορεία τρέχοντας προς το σημείο των κυνηγών, με την αγριεμένη τίγρη πάντα στο κατόπι του. Μετά από μερικά ψηλά δέντρα, έφτασαν στο σημείο όπου οι φυλλωσιές πύκνωναν. Αυτό ήτανε το σημείο στο οποίο θα κρίνονταν όλα. Θυμότανε πολύ καλά ποια φύλλα είχανε κρυμμένες παγίδες και φρόντισε να πάει προς το μέρος τους. Μόλις έφτασε στην πρώτη έκανε ένα μεγάλο σάλτο περνώντας ακριβώς από πάνω της. Η τίγρης μέσα στο θυμό της δεν πρόσεξε το άλμα και έπεσε ακριβώς μέσα στην παγίδα. Τα μεγάλα σίδερα έκλεισαν και παγίδεψαν την ουρά της. Άφησε ένα από τα πιο τρομακτικά και πονεμένα ουρλιαχτά που είχε ακούσει ποτέ το δάσος και άρχισε μάταια να προσπαθεί να ελευθερωθεί. Οι κυνηγοί είχαν κάνει κάλα την δουλεία τους.

Με την μικροσκοπική του καρδούλα να χτυπάει ακόμα σαν τρελή, ο Τομ έμεινε για λίγο κοιτάζοντας την πληγωμένη τίγρη και μετά πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ήθελε να πάει πίσω στο ξέφωτο να βρει το ελάφι

Όταν έφτασε είδε ότι το γέρικο ελαφάκι είχε αρχίσει να ηρεμεί και έσβηνε την δίψα του πίνοντας από τα γαλανά νερά του ποταμού. Ο Τομ το κοίταξε ευτυχισμένος και ξάπλωσε επιτέλους στην λιακάδα χαρούμενος που είχε καταφέρει να το σώσει.

Η μέρα πέρασε και ήρθε το βράδυ, μα το μικρό μας αγριογατάκι κοιμότανε ανήσυχο. Άσχημα όνειρα ήρθανε να ταράξουνε τον ύπνο του. Είδε την τίγρη περικυκλωμένη από κυνηγούς που την πλησίαζαν απειλητικά, και ξύπνησε τρομαγμένο. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί αλλά πάλι τα ίδια. Έκατσε λοιπόν ξαπλωμένος σε μία γωνίτσα και πέρασε τη νύχτα του σκεφτόμενος το άμοιρο ζώο που ήτανε πιασμένο στην παγίδα. Πόσο άγρια και μεγαλοπρεπής ήτανε όταν ήταν ελεύθερη και πόσο κακόμοιρη και αδύναμη έμοιαζε όταν είχε παγιδευτεί. Το αγριογατάκι άρχισε να αισθάνεται άσχημα που την είχε παγιδεύσει.

Με το πρώτο φως της αυγής, ο Τομ έτρεξε προς το σημείο που είχε δει τελευταία φορά την τίγρη. Με μεγάλη χαρά διαπίστωσε ότι το άγριο ζώο είχε καταφέρει να ξεφύγει από τις παγίδες των κυνηγών. Δυστυχώς όμως για να καταφέρει να ελευθερωθεί, η ουρά του είχε σκιστεί. Ο Τομ την κοίταξε πολύ λυπημένα και αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια της τίγρης μέχρι να την βρει, γιατί είχε μία γατίσια περιέργεια να μάθει τι απέγινε.

Μετά από αρκετή ώρα περπατήματος άρχισε να ακούει στο βάθος μία φωνή που έμοιαζε πάρα πολύ με το ουρλιαχτό που είχε ακούσει χθες όταν το ζώο είχε πέσει στην παγίδα. Ήταν όμως λιγότερο άγριο και πολύ πιο πικραμένο Άρχισε να τρέχει προς τα εκεί και σε λίγο είδε μία μικρή σπηλιά σε έναν βράχο. Ήταν η φωλιά της. Μέσα ήταν η τίγρης. Στα πόδια της υπήρχανε τρία μικρά πλασματάκια που έμοιαζαν αρκετά με τον Τομ, μόνο που ήτανε κίτρινα με μαύρες ρίγες. Ήτανε τρία μικρά τιγράκια. Η μητέρα τους, πληγωμένη και χωρίς ουρά, τα κοίταζε διαρκώς ένα – ένα , ξαπλωμένα ακίνητα, και έκλαιγε γοερά με ένα από τα πιο πικραμένα κλάματα που είχε ακούσει ο μικρός Τομ.
Τα πόδια του λύγισαν και η καλοσυνάτη γατίσια καρδιά του σφίχτηκε όταν κατάλαβε.
Η μητέρα τους δεν είχε γυρίσει χθες το μεσημέρι να τους φέρει τροφή. Ήταν πληγωμένη και δεν μπορούσε να κυνηγήσει Και τώρα τα τιγράκια ήταν νεκρά.

Όταν το γατάκι μας κατάλαβε τι κακό είχε προξενήσει, έπεσε κάτω και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Προσπαθούσε μόνο να σώσει ένα γέρικο ελάφι. Μα για να το κάνει αυτό είχε τραυματίσει για πάντα μια νέα και υγιή τίγρη και είχανε πεθάνει από την πείνα τρία μικρά πανέμορφα τιγράκια. Τρία τιγράκια που δεν είχαν προλάβει ακόμη να δουν τις χαρές της ζωής. Είχε φερθεί τόσο απερίσκεπτα... Είχε καταστρέψει μία ολόκληρη οικογένεια.

Άκουσε βήματα να πλησιάζουν και σήκωσε το μικρό του κεφαλάκι. Είδε την τίγρη να το κοιτάζει πονεμένα.

«Καταλαβαίνεις τώρα τι έκανες;» του είπε με πίκρα

«Μα εγώ δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν» κλαψούρισε ο μικρός Τομ. «ήθελα μόνο να σώσω το δύστυχο ελαφάκι»

Η τίγρης αναστέναξε.

«Το ξέρω» είπε σκεπτικά «μα πρέπει να καταλάβεις, ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά όσο φαίνονται. Το ελάφι ήτανε γέρικο και είχε ζήσει τη ζωή του. Ο ρόλος του τώρα ήτανε να γίνει τροφή για άλλα ζωάκια, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν και αυτά με τη σειρά τους.»

«Όταν είδα μία άγρια τίγρη να κυνηγάει ένα αδύναμο ελάφι δεν το σκέφτηκα αυτό.» κατηγόρησε τον εαυτό του ο Τομ

«Είσαι μικρός ακόμα. Μα είσαι ένα πανέξυπνο και παμπόνηρο γατάκι. Θα μάθεις μεγαλώνοντας ότι δεν γίνεται ποτέ να βοηθήσουμε κάποιον χωρίς να κάνουμε κακό σε κάποιον άλλον. Πριν κάνουμε κάτι πρέπει να σκεφτούμε ποιους θα βοηθήσει και ποιους θα βλάψει η πράξη μας. Συχνά βοηθάμε ζώακια που είναι σε δύσκολη θέση, απερίσκεπτα, μόνο και μόνο επειδή τα γνωρίζουμε και τα αγαπάμε. Και δε μας πειράζει που θα πληγωθούνε έτσι κάποια άλλα που δεν τα έχουμε δει ποτέ. Έχεις σκεφτεί όμως ότι αυτό είναι άδικο; Έχεις σκεφτεί πόσα πολλά πράγματα πρέπει να ξέρουμε για δύο ζώα πριν μπούμε ανάμεσα τους και γείρουμε την ζυγαριά προς το μέρος του ενός;»

«Δεν το είχα ξανασκεφτεί ποτέ αυτό. Γιατί ποτέ δε μου είχε τύχει να μου μιλήσει ένας αντίπαλος των φίλων μου. Τους σκεφτόμουν σαν εχθρούς απλά. Δεν είχα σκεφτεί ότι είναι και αυτοί ζωάκια σαν εμάς... Συγνώμη» Είπε ο μικρός Τομ και ξανάρχισε να κλαίει σκεφτόμενος πόσο ανόητα είχε φερθεί.

«Δεν χρειάζεται να κλαις» είπε η τίγρης χαϊδεύοντάς τον με την μουσούδα της.
«Τώρα είσαι λιγάκι πιο σοφός απ’ ότι χθες. Την επόμενη φορά που θα αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα θα είσαι πιο προσεκτικός, είμαι σίγουρη.»

«Τώρα όμως τα παιδάκια μου πρέπει να αναπαυθούν.» συνέχισε θλιμμένα « Πάω να τα μεταφέρω στο τελευταίο τους σπιτάκι» και άρχισε να περπατάει προς την σπηλιά της.

«Περίμενε, περίμενε! Θέλω να σε βοηθήσω κι εγώ!» φώναξε ο μικρός Τομ και έτρεξε δίπλα της.

Προχώρησαν μαζί και έθαψαν τα τρία τιγράκια δίπλα δίπλα σε ένα μέρος λίγο πιο πέρα από την σπηλιά. Είχε καταπράσινα δέντρα και πολλά χρωματιστά λουλούδια και μπορούσες από εκεί να χαζέψεις όλο το δάσος. Έπειτα έμειναν εκεί μιλώντας μέχρι που είδαν το πιο όμορφο και θλιβερό ηλιοβασίλεμα που είχε δει ο μικρούλης μας Τομ. Όταν βράδιασε για τα καλά, το αγριογατάκι αποχαιρέτισε την καινούρια του φίλη και της υποσχέθηκε ότι θα περνούσε να την βλέπει συχνά, και πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Πλησιάζοντας στο ξέφωτο, ο Τομ θέλησε να βρει το ελάφι να του διηγηθεί την ιστορία του. Έψαξε για λίγη ώρα και τελικά το είδε. Το γέρικο ζώο ήταν γαλήνια ξαπλωμένο κάτω από μία πανύψηλη Κλαίουσα Ιτιά, δίπλα στο ποτάμι. Είχε ξαστεριά και το φως του φεγγαριού και των αστεριών το φώτιζαν. Ο Τομ το πλησίασε και τα λόγια της τίγρης ήρθαν αμέσως στο μυαλό του.

Το ελαφάκι, που νόμιζε ότι είχε σώσει είχε πεθάνει γαλήνια στον ύπνο του μια μέρα μετά.

10 comments:

Sophia Choleva said...

Καταπληκτικό –φανταστικό –ανεπανάληπτο .-

Anonymous said...

sas eyxaristoyme pou mas kanete na oneireyomaste.ta paramythia einai toso spania sti zwi mas...

Γείτων said...

Καλημέρα Σοφάκι, σε ευχαριστώ πολύ πολύ για τα λόγια σου! Περιμένω με αγωνία κάποιο νέο σου ποστ το συντομότερο (άντε γιατί πολύ χαλαρώσαμε :P)

Ανώνυμε, εμείς σας ευχαριστούμε που μπορείτε και ονειρέυστε. Οι ονειρευτές είναι σπάνιοι στην δική μας ζωή βλέπετε...

Anonymous said...

Μου θύμησε μύθο του Αισώπου!
Καταπληκτικό!

Θεριό Ανήμερο said...

Τώρα εγώ κάτι υποψιάζομαι βέβαια...

Γείτων said...

Seaina σ' ευχαριστω και καλημέρα :)

Θεριό τι ακριβώς υποψιάζεσαι; Όχι πες μου δηλαδή!

Θεριό Ανήμερο said...

Δεν θέλω να μιλήσω, μη με πιέζεις. Καλά, αφού με πιέζεις θα πω. Αίσθημα μυρίζομαι!

Γείτων said...

Λαγωνικό μου εσύ!

Anonymous said...

Xaxa kalo

Γείτων said...

χαχα ναι!